United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θεέ συγχώρεσέ με, θέλεις οι φίλοι μου εδώ να γείνουν άνω κάτω; να γείν' ανάστα ο Θεός; τι θέλεις; να μου κάμης το παλλικάρι; ΤΥΒΑΛΤΗΣ Θειε μου, είν' εντροπή μας. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Σώπα! Συμμάζωξε τα λόγια σου! Ακόμη τι θ' ακούσω; Να μη πλήρωσης ακριβά το φέρσιμόν σου τούτο. Θα μου εναντιώνεσαι! Καιρός μα την αλήθειαν.... Πολύ καλά, ψυχούλα μου. Πού έχεις τα μυαλά σου; Να που το λέγω, 'σύχασε, ή...

Ιδέ και ανάγνωσον εν βασιλική ανέσει τας ταραχάς τας οποίας αύτη διήγειρε· τέλος, το πάντων κάλλιστον, ιδέ πότε και πού απέθανεν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω του ψευδεστάτου έρωτος! Πού είνε αι ιεραί φιάλαι τας οποίας έπρεπε να πληρώσης εκ δακρύων λύπης; Βλέπω τώρα εκ του θανάτου της Φουλβίας τίνι τρόπω θακούσης και τον ιδικόν μου.

Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης; ή μήπως το πουγγί σου θα 'βρίσκεται γεμάτο; ή τάχα θα 'μπορέσης το σπήτι να πληρώσης, που έκτισες με χρέος 'στόν Φαληρέα κάτω; Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει, θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα, που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!

Και αν έχης ακόμη ολίγην σύνεσιν, πρέπει να δώσης εις κανένα από τους πεπαιδευμένους τα βιβλία τα οποία έχεις και μετ' αυτών την νεόκτιστον οικίαν σου, να πληρώσης δε και εις τους δουλεμπόρους μέρος από τα πολλά τα οποία εις αυτούς οφείλεις.

Πότε λοιπόν λες να μου τα πληρώσης αυτά; ΧΑΡ. Τώρα, ω Ερμή, είνε αδύνατον• αν δε κανένα θανατικόν ή πόλεμος μας στείλη κάτω πολλούς, θα γείνη τρόπος να κερδίσω, διότι θα δύναμαι να τους γελώ εις τον λογαριασμόν των πορθμείων. ΕΡΜ. Λοιπόν εγώ διά να πάρω όσα έχω να λαμβάνω πρέπει να εύχωμαι να συμβούν συμφοραί; ΧΑΡ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ω Ερμή.

Έπειτα από αυτά εσηκώθημεν και επεριπατούμεν εις την αυλήν· και εγώ θέλων να εμβαθύνω εις τον σκοπόν του Ιπποκράτους τον εβολιδοσκόπουν και ηρώτων αυτόν ως εξής : Σωκράτης Ειπέ μου, είπον εγώ, Ιπποκράτη, τώρα πρόκειται να υπάγης κοντά εις τον Πρωταγόραν, να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον εαυτόν σου· προς ποίου είδους άνθρωπον νομίζεις ότι πηγαίνεις και διά να σε κάμη τι είδους άνθρωπον; Καθώς εάν σου ήρχετο εις τον νουν να υπάγης εις τον ομώνυμόν σου, τον Ιπποκράτη από την νήσον Κω, ο οποίος είναι από εκείνους που κατάγονται από τον Ασκληπιόν, διά να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον εαυτόν σου, και σε ηρώτα κανείς, ειπέ μου, Ιπποκράτη, έχεις σκοπόν να πληρώνης μισθόν εις τον Ιπποκράτην, επειδή είναι τι είδους άνθρωπος; Τι ήθελες αποκριθή;

Και με όλα αυτά, αι θυγατέρες σου θα σε κάμουν να πληρώσης περισσότερα από όσα ημπορείς να λογαριάσεις ΛΗΡ Ω φουσκωμένη μου καρδιά, μη ραγισθής ακόμη! Πού είν' αυτή... η κόρη μου; Πού είναι; ΚΕΝΤ Είναι μέσα. ΛΗΡ Μην έλθετε κατόπιν μου. Εδώ προσμένετέ με. ΙΠΠΟΤ. Το πταίσιμόν σου είν' αυτό, και όχι τίποτ' άλλο; ΚΕΝΤ Μόνον αυτό. Πώς γίνεται ο βασιλεύς να έχη τόσον ολίγους οπαδούς;

Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά.

Λοιπόν, και αυτός ας ριφθή κάτω, όπως οι άλλοι, αφού είνε και ακανθώδης και υπάρχει φόβος, αν τον φάη κανείς, να του καθήσουν κόκαλα εις τον λαιμόν. ΦΙΛΟΣ. Αρκετούς εψάρευσες, Παρρησιάδη, και πρέπει να παύσης διά να μη σου κόψη κανείς μαζί με το αγκίστρι και το χρυσάφι και το πάρη και φύγη, έπειτα δε θ' αναγκασθής να το πληρώσης εις την ιέρειαν.