United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν βλέπεις πόσον αίθριος είνε ο ουρανός, ακύμαντον δε και γαλήνιον όλον το πέλαγος και όμοιον ούτως ειπείν με καθρέπτην; ΧΑΙΡ. Καλά λέγεις• η σημερινή ημέρα φαίνεται ότι τω όντι είνε Αλκυωνίς και η χθεσινή δε τοιαύτη ήτο.

Είχε ζήσει εις τα ήμερα βουνά τα εγγύς της πολίχνης, όπου ο παράσιτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια διά ν' αναρριχηθή, ωνόμαζε το πιάτο, &πινάκι&, την σουπιέρα, &λοπάδα&, το μπαρμπούνι, &τριγλί&, το τσεκούρι, &αξινάρι&. την πουλάδα, &νοσσίδα&, και την κουμπάρα, εις την οποίαν ωμίλει, την προσηγόρευε «συντέκνισσα». Πλην τούτων, είχεν άλλας τινάς αφελείς λεπτότητας και ευφημισμούς εις την γλώσσαν, και τον τοκετόν απεκάλει «σπαργάνισμα».

— Α! βάρδα μπένε! θα χάσετε τον κόπο σας, είναι σήμερα τ' αφεντικό εκεί . . . είπεν ο επιστάτης. — Και τ' αφεντικό δε χωρατεύει, υπεστήριξεν ο κάπηλος. Δεν τώχει για τίποτε να σας τουφεκίση με σκάγια και να 'πη ύστερα πως σας πήρε γι' αγριόπαπιαις, κ' έκαμε &γιαγνίς&. Ευδία ήτο η φθινοπωρινή ημέρα.

Ήδη όμως οι ωραίοι της οφθαλμοί διέτρεχον ημέρα τη ημέρα σπανιώτερον τας σελίδας εκείνας· η Λιγεία ησθένησεν· οι παράδοξοι οφθαλμοί της εσπινθηροβόλουν, οι δάκτυλοι προσέλαβον την χροιάν διαφανούς κηρού και αι κυαναί φλέβες του μετώπου επάλλοντο μετά σφοδρότητος· προείδα τον προσεγγίζοντα θάνατον, και το πνεύμα μου επάλαιεν απελπιστικώς προς το μυσαρόν Αδραέλ.

Η τρίτη ημέρα ήτο αφιερωμένη εις τον Ποδαλείριον και εις τον γάμον της μητρός του Αλεξάνδρου• και επειδή ωνομάζετο Δαδίς, εκαίοντο δάδες. Εις το τέλος παριστάνετο ο έρως της Σελήνης και του Αλεξάνδρου και εγεννάτο η σύζυγος του Ρουτιλλιανού. Ο Ενδυμίων Αλέξανδρος κρατών δάδα εξετέλει χρέη ιεροφάντου.

Η ημέρα ήτο μάλλον δροσερά ως εκ του πνέοντος βορείου ανέμου· επί της κορυφής δε του λόφου ο βορέας εφύσα μάλλον ψυχρός, και την προσέγγισιν του χειμώνος αισθαντικώς υπενθύμιζεν. Ότε επί του λόφου εφθάσαμεν, ο λαμπρός δίσκος του ηλίου επλησίαζε να κρυφθή υπό τον ορίζοντα, ο δε Γεροστάθης επροκάλεσε την προσοχήν μας επί του μεγαλοπρεπούς τούτου φαινομένου.

Έπειτα στραφείς προς τα θύματα: — Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού! Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος.

Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους.

Ότε, εις την απήχησιν του ύμνου μου, ανέτειλεν αίφνης εκ του πενθίμου σαβάνου των αρχαίων ερειπίων της η ημέρα του τρόμου, η ημέρα της πυρκαϊάς . . . »Σμινθεύ! — πού ήσο, Σμινθεύ την ημέραν εκείνην;» Η φωνή του Νέρωνος διερράγη και οι οφθαλμοί του υγράνθησαν. Εις τα βλέφαρα των Εστιάδων ελαμπύριζαν δάκρυα.

Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία, και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ της θύρας. — Πώς είνε; — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . . Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο.