United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ημέρα εκείνη είνε δι' αυτούς ό,τι ο αύγουστος διά τους σταφιδοκτήμονας. Τότε γεμίζει από χρήματα το κεμέρι και παρουσιάζονται, ως λέγει η παροιμία, προ του δανειστού των με το στήθος προτεταμένον, ζητούντες τα δεφτέριά του. Ο Νάσος δεν είχε πολλά αρνία να πωλήση.

Η Μαρία δεν το ενόμιζε τούτο αρκετόν διά ν' αλείψη του Χριστού τους πόδας· ο Ιούδας ενόμισε το τρίτον του ποσού τούτου ικανήν αμοιβήν όπως πωλήση την ζωήν Εκείνου. Η μικρά αύτη νύξις περί του «δοθήναι πτωχοίς» είνε λίαν διδακτική.

Ο ίδιος όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δεινός γεωργού, ο ίδιος θα δανείση αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώση, επιφυλαττόμενος μετ' ου πολύ να του πωλήση την οικίαν ή την άμπελον.

Προ ημερών εδημοσιεύσαμεν διήγημα της δεσποινίδος Ευγενίας Ζωγράφου, εις το οποίον διεγράφετο, ολίγον μεν αδεξίως, αλλ' αρκετά χαρακτηριστικώς, τύπος γυναικός τρεφούσης αληθή λατρείαν προς τα κοσμήματά της. Η γυνή εκείνη αποθνήσκει, διότι αναγκάζεται να πωλήση τα κοσμήματά της. Τοιαύτη είνε η βάσις του χαρακτήρος πάσης γυναικός. Γυνή δε μη αγαπώσα πολύ ή ολίγον τα στολίδια δεν είνε γυνή.

Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός της, ο προκομμένος, δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του, ότι είχεν αναγκασθή να πωλήση την πατρικήν οικίαν και να γείνη αγρομερινός, απεφάνθη·Δεν θα κάμης προκοπή, θυγατέρα. Επόμενον ήτο. Δεν είνε μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην της ορφανής, για να παντρευτής του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είνε αυτό, πόλεμος είνε.

Όθεν καλέσας τον Μήδον Μαζάρην, τον διέταξε να είπη εις τους Λυδούς όσα τον εσυμβούλευσεν ο Κροίσος, και προσέτι να πωλήση ως δούλους τους ξένους οίτινες, μετά των Λυδών, εστράτευσαν κατά των Σάρδεων· προ πάντων όμως να συλλάβη τον Πακτύην και να τον φέρη ζώντα. Διατάξας ταύτα ο Κύρος χωρίς να σταματήση, εξακολούθησε την πορείαν του προς την Περσίαν.

Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.

Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Ελθών εις Μονεμβασίαν ενεπιστεύθη διά τρίτου πάλιν την κόρην εις τον Πρωτόγυφτον, διότι έτοιμος ων δι' άλλας αποδημίας, δεν ηδύνατο να την έχη αυτός πλησίον του. Ότε μετά τινα έτη επανήλθεν οριστικώς εκ των περιοδειών, ο Πρωτόγυφτος δεν ηθέλησεν οίκοθεν να τον αναγνωρίση ως θετόν πατέρα της νεανίδος, αλλά συνήνεσε μόνον να τω την πωλήση.

Εάν ούτως έχει, οι πανούργοι Ιουδαίοι αρχιερείς ενίκησαν τον αμαθή βλακοπόνηρον Ιούδαν. Αντί του αργυρίου τούτου ο Ιούδας έμελλε να πωλήση τον Διδάσκαλόν του, και πωλών Αυτόν, να πωλήση την ιδίαν ζωήν του, και να κερδήση την βδελυγμίαν του κόσμου επί γενεάς γενεών.