United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.

Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται: Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα.

Πούαυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγ.

Εκεί θα πολιτικολογήση, θ' αστειευθή με τους φίλους, εις τους στενωτέρους των οποίων αποκαλύπτει τα σχέδιά του. Και έχει τοιαύτα έτοιμα πάντοτε. Διότι, δεν προφθάνει να ναυαγήση έν, όπου καταστρώνει άλλο, αν δε, έως τώρα μόνον ναυάγια έχει να διηγήται, τούτο αποδοτέον εις μόνην την κακοδαιμονίαν του.

Και όταν ο Πέτρος ήρχισε να διηγήται ότι κατά την Ανάληψιν αι νεφέλαι υπεστρώθησαν ακουσίως υπό τους πόδας του Κυρίου κρύπτουσαι αυτόν από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, όλων αι κεφαλαί υψώθησαν ακουσίως προς τον ουρανόν και επήλθε στιγμή προσδοκίας.

Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία, ούτε αν ήταν τραγική.

Ήθελε να κάμη κι' αυτός τον ανδρειωμένον εις τον εξάδελφόν του Σταμάτην, — όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξύ όλων των παιδιών, — και να έχη να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του». Η Μαχώ έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν κ' έμεινεν. Εν πρώτοις, άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας.

Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.

Ο Αγάλλος εν τούτοις δεν ήρχετο και η Λενιώ εξηκολούθει ακόμη να διηγήται προς τον αδελφόν της το παραμύθι. Είχεν ήδη δεκάκις επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους συνοψίζοντας εις το στόμα της ωραίας του παραμυθιού την παράδοξον ιστορίαν της και ακόμη δεν τους είχε μάθει. Ευρίσκετο δε τώρα εις τους τελευταίους στίχους: Γρηά μ' εξεπλάνεσε σ' βασιληά τα χέρια.

Κου κου, εφωναξαν και αι δύο εμπρός εις τον περιστερεώνα. Το ηκούσατε περιστέρια; το ηκούσατε ; Κου, κου! μία όρνιθα εμάδησεν όλα τα πτερά της διά χάριν του πετεινού, θα ψοφήση από το κρύον, αν δεν εψόφησεν έως τώρα. — Κου, κου! Πού; πού; ηρώτησαν τα περιστέρια. — Εις τον πλαγινόν ορνιθώνα. Την είδα σχεδόν. Είναι εντροπή και να το διηγήται κανείς, αλλά είναι αληθέστατον!