United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.

Τον βαλαν εκδόρια, μα η πνευμονία είχε προχωρήσει κιο γιατρός δεν είχε πολλές ελπίδες. Ο άρρωστος στην αγωνιώδη κατάσταση πούτονε βρήκε τη δύναμη να πη του γιατρού: — Εγώ, θαρρώ, γιατρέ, πως, α μου δώσουνε να πιώ τσικουδιά, θα με κάμη καλά. — Ο Θεός φυλάξοι! είπεν ο γιατρός. Σταλιά. Μήτε ρακή, μήτε κρασί. Ο Δριμομιχελής μουρμούρισε μια βλαστήμια.

Μου φαίνεσαι μεγάλος, Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου. — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις Ας μη το σκοτειδιάσωμε... Εσύ στη Χαλκομμάτα Σύρε να ρίξης θέμελο.

Τα βλαστήμια, οι κλάψες αυξάνουν ολόγυρά του· η καρδιά του φουσκόνει. Τούρχεται πολύ κακό, πολύ κακό· έτσι να βλαστημήση κι αυτός, να κολαστή, να μη λυώση αύριο μεθαύριο που θα πεθάνη, να βράση η ψυχή του σε καζάνια με πίσσα στον αιώνα τον άπαντα. Αλλ' όχι δε κάνει, αυτό δε γίνεται. Η δυστυχία, το κακό πού αλλού θα πάη παρά στον άνθρωπο; Πρέπει να το δοκιμάση κι αυτό το κακό ακόμα.

Αλλ' ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ' αστεία και τα σοβαρά ερώτησε πονηρά τον σύντροφό του: — Δε μου λες, βλάμη· είδεν η Παναγιά στ' όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά; Εκείνος εχολοταράχθηκε· φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Την εκατάπιεν όμως. Δεν ήταν καιρός τόρα να κολασθή κανείς! Εχαμογέλασε, έκαμε τον σταυρό του κ' εξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.

Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ' εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ' εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ' εβγήκε κ' έφυγε! Γι' αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι' αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή.

Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια «Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! 365 Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω

Μετά τρεις μέρες ήτο τέτοια η κατάστασή του, που ο γιατρός είπε ότι δεν είχε πεια καμμιά ελπίδα. Μόνο για παρηγοριά αφήκε μερικές παραγγελίες κέφυγε γιατί τον ζητούσαν βιαστικά σένα μακρυνό χωριό. Κοντά το μεσημέρι έπαθε ο άρρωστος ένα τέτοιο παροξυσμό της αρρώστειάς του, που σε λίγη ώρα τελείωσε. Πρόφτασε όμως την τελευταία τον στιγμή να πη μια βλαστήμια.

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτειάνης. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ως τόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κ' η βλαστημιά του η ίδια.