United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος! — Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!

Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τουςΝικολής τόνομά τουπου δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχη και νοιώση η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρη, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλοια του Φώτη το καπελιό. Ο Δημήτρης ως τόσο από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε.

Κύριος, ξεκύριος, ήταν ένας μεγάλος μπελάς και μια μεγάλη πληγή ο Νικολάκης ο Γλωσσώτης, ένας μπελάς κληρονομικός. Ο Μακαρίτης ο πατέρας μου, αφού τράβηξε για πολλά χρόνια το διάβολό του από τον καλό του πατριώτη, μου τον άφηκε κληρονομιά μαζί με μερικά χρέη και μερικές δίκες. Τα χρέη πληρώθηκαν, οι δίκες ξεμπέρδεψαν, μα ο Νικολάκης έμεινε και μένει. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου τον είχε τσιμπούρι.

Ακόμη δε και εις τας γυμνοπαιδείας γίνονται εις τα μέρη μας φοβεραί σκληραγωγίαι, όταν αγωνίζωνται με τον υπερβολικόν καύσωνα, και πάρα πολλά άλλα τα οποία σχεδόν δεν έχουν τελειωμόν όταν θελήση κανείς να τα ειπή όλα. Πολύ καλά, ομιλείς, πατριώτη Λακεδαιμόνιε.

Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.

Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ... Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια. Και τ' αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντειά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρης ποιος είναι που σου αφίνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβης.

Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα, μα τα προκόψαμε! — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε.

Μάλιστα με το ωραίον. Σωκράτης. Διότι βέβαια αυτό είναι κάτι; Ιππίας. Μάλιστα, διότι είναι. Και τι έχει να κάμη; Σωκράτης. «Ειπέ μου λοιπόν, πατριώτη», θα είπη αυτός, «τι πράγμα είναι αυτό το ωραίον;». Ιππίας. Μήπως λοιπόν, καλέ Σωκράτη, αυτός που ερωτά άλλην πληροφορίαν θέλει να λάβη παρά ποίον είναι το ωραίον; Σωκράτης. Όχι, νομίζω, αλλά τι είναι το ωραίον, καλέ Ιππία. Ιππίας.

Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε.

Εις τον τόπον μας όμως δεν συμβαίνει κανέν τοιούτον. Λακεδαιμόνιε πατριώτη, όλα μεν αυτά είναι αξιέπαινα, όπου υπάρχουν μερικαί καρτερήσεις, όπου όμως δεν υπάρχουν, είναι κάπως βλακώδη. Λόγου χάριν αμέσως ημπορεί να σου επιτεθή αμοιβαίως κανείς από τους ιδικούς μας και να παρουσιάση την ελευθερίαν των γυναικών εις τον τόπον σας.