United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.» Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν εκστάσει.

Ο Μπάρμπα-Σταύρος θάνε σαν ρουφός μεςτον πάγο, φρέσκος-φρέσκος, όπως διατηρούν φρέσκατην Αθήνα τα ψάρια. — Ας μη λαχταράη το ψάρι, παρετήρησεν ο Κομποδήμος, και περίμενε νατο κάνη φρέσκο το χιόνι. Τι, θάλασσα είνε το χιόνι νάχη φρέσκα ψάρια; Αίφνης ο ποιμήν ο οδηγός εσταμάτησε κατηφής.

Ήρπασε τη πρώτην απεγνωσμένην ιδέαν, ήτις τη επήλθε, και έσπευσε να εκτελέση αυτήν, χωρίς να δύναται να σκεφθή καλώς. Όρμησεν εκτός της κλίνης, όπως ήτο, με τόσον γοργόν, ελαφρόν και σχεδόν αδιανόητον κίνημα, ώστε ουδέ παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος το πήδημα αυτής.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής του παρετήρησεν ότι δεν έπρεπε να τα ξαναπή αυτά τα πράμματα, τα οποία ήσαν σωστές ανοησίες, και με συμπάθειο. Και εξήφθη, διότι επί τέλους τέτοια λόγια ήσαν και αμαρτία. Οι σεισμοί είνε θεϊκή όργιτα από τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Παρετήρησεν αποθέτουσα το κενόν ταψίον επί της τραπέζης· και προσέθηκεν: — Εσείς το φάγατε και με γελάτε! — Ο Μπάρμπα Σταύρος ανεπήδησεν επάνω κατάλευκος, κρατών εις χείρας το τσιμπούκιόν του ως εάν επρόκειτο να δείρη τους γάτους του όπου ήσαν λαίμαργοι πολύ και κακομαθημένοι. — Καλή χρονιά σας! επανέλαβεν η Κρατήρα ειρωνικώς και λυπημένη.

Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρη συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας. Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν. — Τι έχεις; με ηρώτησε· τα μούτρα σου είνε βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας.

Ο ευτυχής Μάχτος απερρόφα κατά σταγόνα το ποτήριον τούτο της μέθης την στιγμήν ταύτην. Ουδέν άλλο έβλεπεν. Ελησμόνει ότι ήτο παρών ο Θευδάς, αν και ούτος εφιλοτιμείτο, ως είδομεν, να τω υπομιμνήσκη την παρουσίαν του. Δεν παρετήρησεν όλως τα ένδον της παραδόξου ταύτης κατοικίας, δεν είδε τα υψηλά εκείνα αγάλματα, τους εφεστίους, τας συνεσταλμένας αυλαίας, ουδέν τω επροξένησεν εντύπωσιν.

Εν τούτοις αυτό δεν είνε το όνομά σου, παρετήρησεν ο Θεόδωρος. — Αυτό το όνομα αρκεί εις εμέ, είπεν ο ξένος. — Αλλά θα αρκέση τάχα εις τον κύριόν μου; — Δοκίμασε, είπεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ, χωρίς να μοι είπης το όνομά σου. Ο ξένος εξέβαλε τότε εκ του κόλπου του χαρτοφυλάκιόν τι, και εχάραξε μίαν μόνην λέξιν επί τεμαχίου χάρτου.

Και... ενθυμούμαι και ένα πέλαγο οπού αρμένισα, προτού να ευρεθώ εκεί. — Να, οπού δεν ήσουν πάντοτε εις αυτήν την χώραν. Διά να αρμενίσης πέλαγο, θα πη ότι ήλθες απ' αλλού ... — Βέβαια, είπεν η Αϊμά μειδιάσασα. Απ' αλλού θα ήλθα. — Και αφού απ' αλλού ήλθες, θα ήλθες από την Ρόδον. — Πώς το ειξεύρεις αυτό; παρετήρησεν η Αϊμά. Ειμπορεί να ήλθα από άλλο μέρος και όχι από την Ρόδον.

Αλλ' εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν. Αι φορτωτικοί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος.