United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς, προς τον ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την όρασιν, με τους ζωηρούς των χρωματισμούς.

Εν Αθήναις είνε πολλοί τοιούτοι φίλοι. Φίλοι των οδών και της αγοράς. Ως υπάρχουσι και πολλοί άνδρες, ους εκλαμβάνει τις ως αγάμους, διότι ουδέποτε δρώνται δημοσία μετά των συζύγων των. — Εκεί οπού εσήκωνα το ποτήρι μου να πιω εις υγείαν του κυρ-Στρατή, ανακαλύπτω επί τινος ραφίου, υψηλά ολίγον, πέραν επί του τοίχου, πινάκιον με κόλλυβα.

Ιδού τα έρημα πεδία της, μαύρα εκ των καταπεύκων θάμνων. Ιδού αι ακταί όπου αι θεαί των Αχαιών νήες δέκα όλα έτη ανέμενον. Ιδού τα Πέργαμα, ο Σκάμανδρος, αι Σκαιαί Πύλαι... Ω! τίποτε, τίποτε σήμερον δεν υπάρχει. — Fuit Ilium... Τα Μπεσίκια με την δασώδη φυτείαν των κάμπων και με τον μέγαν κόλπον των. Τα βουνά της Ανατολής, μακρά, υψηλά, κατάφυτα. Ευλογημένα βουνά.

Ενώ επέστρεφον εις το σπίτι των ευθυμότατοι και ο θείος εσφύριζεν ένα άσμα των χρόνων της νεότητάς του, άκουσαν αιφνιδίως ήχον χαρακτηριστικόν να έρχεται από εκεί κοντά των· εκύτταξαν γύρω των και εκεί υψηλά επάνω εις την κλιτύν των βράχων υψώθη το χιονώδες επικάλυμμα και εκινήθη κυματοειδώς 'σάν ένα τμήμα απλωμένου λιναριού, όταν ο άνεμος πνέων φέρεται εις αυτό.

Προς τας δύο γωνίας της δυτικής πλευράς, υψηλά προς την οροφήν ως εν ασφαλεία εκεί, ήσαν κρεμασμένα στεφάνια γάμου αποθανόντων ανδρογύνων, δύο-δύο δεμένα και ξεθωριασμένα πλέον, των οποίων είχον αποτριβή από τον χρόνον τα φύλλα της λεμονέας και τα βαράκια, εδώ και εκεί.

Όχι βέβαια αιφνιδίως, καθώς φαίνεται, αλλά ολίγον κατ' ολίγον εις πάρα πολύ μεγάλον χρονικόν διάστημα. Αυτό είναι πολύ πρέπον να έγινε ούτω πως. Διότι, διά να αρχίσουν να καταβαίνουν από τα υψηλά μέρη εις τας πεδιάδας, υπήρχε, νομίζω, πρόσφατος εις την ακοήν όλων ο φόβος. Και πώς όχι;

Άλλοι εις άλλα μέρη ευρίσκονται εις μεγάλην κίνησιν και ενώ φαίνονται ότι τρέχουν, πηδούν και μένουν εις το αυτό μέρος ή πηδούν υψηλά και λακτίζουν τον αέρα. Θέλω λοιπόν να μάθω ποίον καλόν σκοπόν δύνανται να έχουν αυτά. Εις εμέ φαίνεται μάλλον ως τρέλλα το πράγμα και δεν θα δυνηθή κανείς εύκολα να με πείση ότι είνε στα καλά των αυτοί που τα κάνουν αυτά.

Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά έν λεπτόν πανίον.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της!