United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν όλοι οι νέοι σαν κιαυτόν έπαιρναν τανάπλαγα να ζουν σαν αγριόγιδα, τι θα εγίνοντο η κοπελιές; καλόγρηες; Κείχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια το χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, που δεν ήξερε κανείς να διαλέξη. — Αι, μωρέ παιδί, ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής ευθύμως, να μην έχω 'γώ τη νιότη σου!

Εγνώριζαν όμως εξ άλλου ότι η Καλιώ σχεδόν καθ' εκάστην εύρισκε τον Μανώλην και του επιπίλιζε το μυαλό. Και αυτός ο Σαϊτονικολής, καίτοι θέλων να φαίνεται ότι δεν απέδιδε σημασίαν εις τον έρωτα του υιού του προς την Ζερβουδοπούλαν, ανησύχει σοβαρώς, μάλιστα όταν επλησίασεν ο καιρός ο ωρισμένος διά τον αρραβώνα και τον γάμον του με την Πηγήν, αυτός δ' εξηκολούθει να δεικνύη παντελή αδιαφορίαν.

Ο Μανώλης, όστις εξηκολούθει να σιωπά, κάτω νεύων, εγέλασε με το πάθημα του συναδέλφου του και εξεθαρρεύθη ολίγον με τον πατέρα του, από τον οποίον τον εχώριζεν αίσθημα ψυχρότητος και φόβου. Το μικρόν δ' εκείνο ξεθάρρευμα επωφελήθη ο Σαϊτονικολής διά να του παραστήση ότι ήτο καιρός πλέον ναφήση τα πρόβατα, διά να έμβη κιαυτός εις την τάξιν των ανθρώπων.

Την διέκοψε δε η είσοδος του Μανώλη, ο οποίος είχε το χρωματιστό μαντήλι εις τον ώμον και κλωνίσκον βασιλικού εις ταυτί. Αλλ' άμα είδε τον πατέρα του, έσπευσε ν' αφαιρέση από ταυτί του τον βασιλικόν, εσοβαρεύθη και εκάθησεν εις ημιφωτισμένον μέρος, κατά την παλαιάν του συνήθειαν. — Πού 'γύριζες, μωρέ, τέτοια ώρα; του είπεν ο Σαϊτονικολής.

Εις την επιθυμίαν του συνήνεσεν ο Σαϊτονικολής, με την ελπίδα ότι η νέα ασχολία θα συνετένει εις τον σωφρονισμόν του και δεν θα του άφηνε καιρόν εις παρεκτροπάς. Το υπόγειον του σπιτιού του ήτο ήδη έτοιμον και αυτό διετέθη προσωρινώς διά την εμπορικήν επιχείρησιν.

Ας είνε, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, καταλαβαίνω 'γώ πως ό,τι κακό κιανε 'πής για την Πηγή ταχείλι σου το λέει μα η καρδιά σου δεν το λέει. — Δεν τήνε θέλω, δεν τήνε θέλω, λέω! είπεν ο Μανώλης συγκεντρών εις τελευταίαν αντίστασιν το ηττώμενον πείσμα του. Ρωμαίικα σου το λένε. — Για πε το χωρίς να φανούνε τα δόντια σου;

Εις τόσην δε ευθυμίαν είχε φθάση ο Σαϊτονικολής, ώστε ήρχισε να σιγοτραγουδή ένα παλαιόν τραγούδι: Νάμουνε νειος κι' απάντρευτος και πλούσιος κι' αντρειωμένος ... Ο Μανώλης εκάμπτετο, χωρίς να το θέλη, και εις την αμηχανίαν του ήρχισε να πελεκά με το μαχαίρι του την καθέκλαν επί της οποίας εκάθητο.

Εις μάτην ο Καρπάθιος εξωργίζετο διά τας απουσίας του και ο Συκολόγος, μεταξύ δύο κεκραγαρίων, έλεγεν ότι δεν ήτο κατάστασις αυτή να κτίζουν και να πουργεύουν οι ίδιοι και εφοβέριζεν ότι θ' αφήση την εργασίαν στη μέση και ας κάμη καλά με τον προκομμένον του ο Σαϊτονικολής. Αλλ' ο Μανώλης ούτε εις συμβουλάς, ούτε εις απειλάς έδιδε πλέον προσοχήν.

Επέρασε το Πάσχα, επέρασαν μήνες επί μηνών και ο Μανώλην έμενεν αδιόρθωτος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής έμενεν ακλόνητος εις την απόφασίν του. Και τώρα έλεγεν ότι θα τον απεκήρυττε και θα τον απεκλήρωνεν, αν έπαιρνεν άλλην παρά την Πηγήν. — Εμένα, έλεγεν, είνε παιδί μου η Πηγή.

Η Πηγή επροσπάθει να κρύψη την οδύνην της και να φανή φαιδρά, όπως εις το παρελθόν. Αλλά το μειδίαμά της τώρα ήτο πικρόν και εις την πικρίαν του ο Σαϊτονικολής διέκρινε τον πόνον της ζηλοτυπίας, ήτις είχεν αρχίση να κατατρώγη την αθώαν εκείνην καρδίαν.