United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.

Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσατης μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλιατα κεφάλια τους, με γυαλιάτα μάτια, με τα τετραβάγγελατα χέρια.

Τόσα μόνον στην Ελλάδα το συνέδριον αφίνει; Τούτο, κύριοι, δεν είνε αληθής δικαιοσύνη, Κι' είμαι όλος εναντίος εις αυτάς τας αποφάσεις.— — Αυτά είπ' ο Δεληγιάννης, και ο κύριος Ανδράσσυς, —Έλα δα και συ, του είπε, δέξου τα αυτά ευθύς, Και τον λόγον μου σου δίδω πως θα ευχαριστηθής. Και ανάψας μία πίπα ο κυρ Θόδωρος χρυσή, Έσκυψε την κεφαλή του και εφώναξε «Μερσί».

Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπητα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, οπού φαίνονταν σαν να τον φύλαετον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαντο φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του.

Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό! Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου! Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή.

Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κ' έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους. Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ' το παλάτι.

Ζήτησαν τότες οι Γότθοι να πάρουν και την Αδριανούπολη, μα δεν μπόρεσαν. Όρμησαν έπειτα στην Πρωτεύουσα. Κατέβηκαν και σταθήκανε μπροστά στη Χρυσή Πύλη από το μέρος της Προποντίδας· μα και δω απότυχαν. Και τότες πρωτοφάνηκε ο μεγάλος νους του Κωσταντίνου, που διάλεξε τέτοια πρωτεύουσα. Σαστίσανε, λέει, οι Γότθοι σαν πρωτόειδαν τα πελώρια τειχίσματά της.

Και τέλος πια σαν έφτιασε μεγάλη ασπίδα στέρια, τσαπράζα φτιάνει αστραφτερά λαμπρότερα από φλόγα· 610 του φτιάνει κράνος σκαλιστό γερό και τεριασμένο στα διο μηλίγγια, με χρυσή πούχε από πάνω φούντα. Κι' από καλάι του τάκανε καθάριο τα τουσλούκια.

Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;