United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν 'σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της. Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.

Απόκτησα εις ολίγον καιρόν επάνω εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν της ορέξεώς τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν σχεδόν ωσάν να ήμουν ένας από την οικογένειάν τους. &Συμβεβηκός Γ'. του Αμπουλβάρη.&

Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης.

Επήγα και κατέβηκα εις το σπήτι του πενθερού μου Μουφάκ, του οποίου εστάθη μέγας ο θαυμασμός ομού και της γυναικός του εις το να με ιδούν, οπόταν τους εφανέρωσα τον θάνατον της θυγατρός τους, που πολύ την αγαπούσαν. Δεν έκαμα ετούτην την διήγησιν χωρίς να χύσω άπειρα δάκρυα και χωρίς να μη κινήσω και τα εδικά τους.

Αλλ' άμα εκοινοποιήθη το πράγμα εις τους στρατιώτας αυτού, συνήχθησαν αμέσως περί αυτόν και μ' όλον ότι τον αγαπούσαν και τον εσέβοντο εις τον ανώτατον βαθμόν, μ' όλον τούτο δεν έλειψαν να του προξενήσωσιν ικανάς δυσκολίας· του επαρρησίασαν κατ' αρχάς τον κίνδυνον, με σκοπόν διά να τον αποτρέψωσιν από τούτο το επιχείρημα.

Την εσυνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.

Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.

Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.

Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα, κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέσηΤότες -γυρίζει κι' απαντάει του Κρόνου ο γιος ο Δίας «Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις 65 Όχι, ίσα δε θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.