United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι όρνιθες εκακάνισαν, οι πετεινοί έκραξαν: Ας το μάθη ο κόσμος όλος, ο κόσμος όλος! Και η ιστορία εταξείδευσεν από ορνιθώνα εις ορνιθώνα, και τέλος πάντων έφθασε και εκεί από όπου είχε πρωτοαρχίσει.

Επομένως πρέπει να δεχθώμεν ότι άλλο είναι το έν και άλλο το άλλο. Θεαίτητος. Σχεδόν. Σωκράτης. Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να ερευνήσωμεν από την αρχήν τι είναι επιστήμη. Και όμως, καλέ Θεαίτητε, τι κάμνομεν; Θεαίτητος. Ως προς τι; Σωκράτης. Μου φαίνεται ότι ωσάν πετεινοί αναξιοπρεπείς πριν να νικήσωμεν, απεμακρύνθημεν από την συζήτησιν, διά να τραγωδήσωμεν. Θεαίτητος. Πώς δηλαδή;

Κατ' ευτυχίαν το δωμάτιον είχεν έν μικρόν υπόγειον, πολύ ρηχόν, μισό μπόι το βάθος, με μίαν κλαβανήν. Εκεί κάτω έβαλεν η ξένη της κόττες της, να κατιάσουν. Είπεν ότι ονομάζεται κυρά Σταυρούλα. Εκείθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα και κάθε πρωί, σχεδόν πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, ελαλούσαν βραχνοί και μεγαλόστομοι οι δύο πετεινοί.

Την εσυνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.

— « Κικιρίκουουουου» λάλησε μέσα από το κοττέτσι ο μεγάλος ο πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου..!» λάλησαν κι' οι άλλοι οι μικρότεροι «Κικιρίκουουουουφώναξαν κι' οι πετεινοί της γειτονιάς κι' όλου του χωριού.

Αφού εκείνος απεκοιμήθη, έλαβα την ράβδον και τον πίλον μου και εξήλθον κράξας προς αυτόν να κλείση, αν ήθελε, την θύραν εκείνος, επειδή «ελαγοκοιμάτο» πολύ ελαφρά, μου απήντησε δι' ηρέμου γογγυσμού, μέσα εις τον ύπνον του. Κατέβην ακόμη χαμηλότερα το βουνόν. Η σελήνη εμεσουράνει ήδη, κ' έφεγγεν εις όλην την κλιτύν. Εις τας ποιμενικάς επαύλεις οι πετεινοί είχον λαλήσει.

Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.

Άλλοι εις το ασκέπαστον μέρος του περιβόλου κάνουν τα ίδια, όχι όμως εις την λάσπην αυτοί, αλλ' εις λάκκον γεμάτον άμμον την οποίαν τινάζουν ο ένας εις τον άλλον κ' επάνω των, ως πετεινοί, διά να πιάνωνται, υποθέτω, καλλίτερα εις τας συμπλοκάς, καθότι η άμμος αφαιρεί την ολισθηρότητα και το πιάσιμον εις το στεγνόν γίνεται ασφαλέστερον.

Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν.

Όλα τα διαβολικά βγαίνουν στον Απάνω Κόσμο τα μεσάνυχτα και περπατούν ως την ώρα, που θα πρωτολαλήσουν οι πετεινοί. Οι μάγισσες, όταν βρίσκωνται στο έργο τους, προφέρουν ασυνάρτητα λόγια, που δε μπορεί να βγάλη κανείς έννοια. Λέγοντας και ξαναλέγοντας οι μάγισσες τ’ ασυνάρτητά τους τα λόγια, λαβαίνουν άγριο ύφος, γουρλώνουν τα μάτια τους κι’ αφρίζουν.