United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου φαίνεται πως το καλλίτερο είναι να σε κρύψω εδώ την νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντης μου. — Πού; — Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά . . . ξέρεις; — Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις. — Και τα μεσάνυχτα, σαν λαλήση ταρνίθι . . . — Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσης . . . — Καλά! — Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.

Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;

Κατά τα μεσάνυχτα άρχισεν ο χορός μεγάλος και συρτός χορός γύρ' από το μασαλά.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.

Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέειεφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέειεπανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.

Σα σούρπωσε κ' έπεσε η μέρα, την πήρε το παράπονο. «Να όψεσαι, παπά, που μ' αποκοίμισε. Νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, ήρθ' ο ταξιδιάρης να με πάρη. Κ' εγώ που τον περίμενα χρόνια και χρόνια, με πλάκωσε ο βραχνάς στην ώρα τη γραμμένη και δεν τον απείκασα. Χαρά σ' τηνε που αγαπούσε και περίμενε. Την πήρε κ' έφυγεΑναστέναξε βαθειά και σταύρωσε τα χέρια της μέσ' στην ποδιά της.

Και νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε. Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είνε κι' ας παντρεύωνται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε πούγινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράμματα», είπε. Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ' το στόμα.

«'Σάνάκουσε ο Αβδή-πασσάς » Πέντε χιλιάδες σέρει, » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα » Όλος χαρά το βράδυ, » Κοντά προς τα μεσάνυχτα » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . . » Τα κοντοράχια έπιασε » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. . « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα » Βαρειά με το παιδί μου, » Το Δημητράκη, ήλθαμε «'Σε σκοτωμό.

Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκαεγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.