United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει στο σπίτι της άγνωστης καλής του, που τον προσμένει αγάπη ολόθερμη, να τόνε ζεστάνη, παγωμένο μέσα στις κρύες βαρυχειμωνιές, που τόνε δέρνουν· αφρόπλαστη αγκάλη τον ακαρτερεί, να γύρη να ξεχάση μες το ηδονικό της σφίξιμο, κάθε βαριά κούραση του κορμιού, και κάθε σκοτεινόν του νου παραδαρμό.

Μου εφάνει ότι ήμουν βυθισμένος εις μίαν καταληπτικήν κρίσιν μακροτέραν και βαθυτέραν του συνήθους. Αιφνιδίως ένα παγωμένο χέρι απλώθηκε εις το μέτωπόν μου, μία δε ζωηρά και τραυλή φωνή εσύριξεν εις τα αυτιά μου την λέξιν «Σήκω». Εσηκώθηκα. Το σκότος ήτο απόλυτον. Δεν ημπορούσα να ίδω το πρόσωπον εκείνο που μ' εσήκωσε.

Όλ' αυτά τι άλλο σημαίνουν παρά πως ταψηφούσε ο Ιουστινιανός τα βορεινά εκείνα κοπάδια και το πολύ έστελνε μερικούς του στρατιώτες να τους σκορπίζουν. Τόσο αχαμνά τους είχε μελετημένους τρεις τέσσερεις αιώνες! Δεν άργησε όμως να τα νοιώση τα ολέθρια αποτελέσματα της πολιτικής του όταν τέλος πάντων ο Ούνος ο Ζαβεργάτης πέρασε παγωμένο το Δούναβη στα 559 με πλήθος δικούς του, καβάλλα όλους.

»Όταν χθες σε αποχωρίστηκα ευρισκόμενος σε κείνη την τρομερή επανάστασι όλης μου της ζωής, ενώ τόσες συγκινήσεις εκυρίευαν την καρδιά μου και αισθανόμουν τον εαυτό μου παγωμένο από φρίκη μπρος στην άχαρη και δίχως ελπίδα ύπαρξή μου κοντά σου . . . μόλις και μετά βίας μπόρεσα να φθάσω στο δωμάτιό μου. Εγονάτισα, έξω φρενών, και, ω Θεέ μου! μου έδωκες την τελευταίαν τέρψη των πιο πικρών δακρύων!

Έρχεται ο Τρύφος να θερμάνη το παγωμένο του κορμί, τον κουρασμένο νου του να δροσίση, μες την αφράτη αγκάλη της καλής του της πεντάμορφης. Τρώει, πίνει, καλοθερμαίνεται μαζί της. Πλαγιάζει μαγικά μες την ουράνια αγκάλη της και ξημερώνεται στο λόγκο πάλι το ταχύ. Και τρέχει ονειρεφτή και αδάκρυτη τρέχει η ζωή.

Α μπα! δεν ήταν τίποτα· ανατριχίλα ήταν, θα περάση. Δεν ήταν δα και τόσο γριά να πέφτη με το παραμικρό στο κρεββάτι! Μα το ρίγος σέρνονταν σα φίδι παγωμένο στο κορμί της. Οι σαγονιές της χτυπούσαν άναψαν τα μάγουλά της. Δέχτηκε τέλος να πέση στο κρεββάτι. Η Ελπίδα πήρε μια μάλλινη αντρωμίδα και τη σκέπασε καλά. — Έτσι θα ζεσταθής, Κυρά· της είπε σα να μιλούσε σε χαδιάρικο παιδί.

Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτοπαλαιό τουφέκι του σπιτιού τωνεξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα τουδυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.