United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες κ' είχε βαρεθή πια κι αφτός τη μοναξή κι άδοξη ζωή του, εβάσταε με αγωνιά στους γέρικούς του ώμους τα ρειπωμένα τα μπεντένια του, που εφάνταζαν απόμακρα ξέθωρα και θαμπά σα γέρικες σαγονιές ξεδοντιασμένες. Τα μαβρισμένα στην πολυκαιρία τα τειχιά του έγερναν φουσκωμένα καταόξω, λες κ' εκουφαναστέναζαν κάτου από το βάρος τω χρόνων και την παντοτεινή τους καταφρόνια.

Τα ξεσκέπασε ένα ένα, τα τήραξε, τα καμάρωσε· εχαμογέλασε μες τις γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τα ξανατήραξε πάλι, τα ξανασκέπασε, και μια και δυο, έγειρε στη γωνιά, που ήταν η στάμνα με τα λουκάνικα. Εκοντοστάθηκε εκεί πάλι. Εγονάτισε απόδιπλα στη στάμνα. Έστρωσε χάμω στο πάτωμα μια κούδα από το σάβανό του· έπιασε κι άδιασε τα μισά λουκάνικα απάνου. Εβούλωσε πάλι τη στάμνα· την απίθωσε στην αγκωνή.

Α μπα! δεν ήταν τίποτα· ανατριχίλα ήταν, θα περάση. Δεν ήταν δα και τόσο γριά να πέφτη με το παραμικρό στο κρεββάτι! Μα το ρίγος σέρνονταν σα φίδι παγωμένο στο κορμί της. Οι σαγονιές της χτυπούσαν άναψαν τα μάγουλά της. Δέχτηκε τέλος να πέση στο κρεββάτι. Η Ελπίδα πήρε μια μάλλινη αντρωμίδα και τη σκέπασε καλά. — Έτσι θα ζεσταθής, Κυρά· της είπε σα να μιλούσε σε χαδιάρικο παιδί.