United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Τήνιοι έμενον ανενόχλητοι επί της νήσου των και αντί εχθρικών στιφών έβλεπον περί αυτούς ελευθέραν την Ελλάδα. Ήτο δ' εισέτι εις των πρώτων επιτυχιών την ακμήν η επανάστασις, και εμεγαλοποίει τους θριάμβους της η ζωηρά Ελληνική φαντασία.

Κ' έκαναν το καθετί μαζί, βόσκοντας ο ένας κοντά στον άλλο. Πολλές φορές ο Δάφνης περιμάζευε όσα πρόβατα ξεμάκραιναν· και πολλές φορές η Χλόη τα πιο ζωηρά γίδια τα σαλαγούσε από τους γκρεμνούς· μα και τα δυο κοπάδια εφύλαξε ο ένας, επειδή ο άλλος καταγινότανε να παίζη. Κ' ήτανε τα παιγνίδια τους τσοπάνικα και παιδιάτικα.

Είχε το ένα πόδι του στον τάφο, μα τα μάτια του ήτανε βαθειά και ζωηρά, σαν μάτια παλικαριού, και το βλέμμα του το διαπεραστικό έλεγε πως ξέρει πολλά πράματα, που δεν τα ξέραν οι άλλοι. Είχε ακουμπισμένο το άσπρο του κεφάλι απάνω στον κορμό μιας πιπεριάς και κύτταζε παραπονεμένος το έρημο δρομαλάκι, που άσπριζε μες στην πρασινάδα του κάμπου.

Μου εφάνει ότι ήμουν βυθισμένος εις μίαν καταληπτικήν κρίσιν μακροτέραν και βαθυτέραν του συνήθους. Αιφνιδίως ένα παγωμένο χέρι απλώθηκε εις το μέτωπόν μου, μία δε ζωηρά και τραυλή φωνή εσύριξεν εις τα αυτιά μου την λέξιν «Σήκω». Εσηκώθηκα. Το σκότος ήτο απόλυτον. Δεν ημπορούσα να ίδω το πρόσωπον εκείνο που μ' εσήκωσε.

Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία. Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ' οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι δεν είχε πάθει τίποτε.

Και συλλογίζομαι, αγαπητέ μου, μήπως αστειεύεσαι μαζί μου και εκ προθέσεως με απατάς. Τόσον ζωηρά και πολλά οράματα μου παρουσιάζονται. Ιππίας. Κανείς άλλος, Σωκράτη μου, δεν θα το εννοήση καλλίτερα από σε, αν αστειεύομαι ή όχι, αρκεί να δοκιμάσης να διηγηθής αυτούς τους οραματισμούς σου. Διότι θα αποδειχθής, ότι δεν λέγεις τίποτε.

Εθυμήθηκα τόσο ζωηρά, όταν κάποτε σταματούσα και εκύτταζα το νερό, με ποιους θαυμασίους διαλογισμούς το παρακολουθούσα, πόσον αλλόκοτες εφανταζόμουν τις χώρες, που θα έρρεε, και πώς εύρισκα εκεί γοργά τα σύνορα της φαντασίας μου, και όμως έπρεπε να εξακολουθήση αυτό, εμπρός και εμπρός, μέχρις ότου εχανόμην εις τη θέα ενός αχανούς ορίζοντος.

Αναμφιβόλως δύο διαθέσεις συνυπάρχουν και συγκρούονται εις την ψυχήν του, η μεν φανερά, και αυτή είναι η ορμή προς την εκδίκησιν, η ζωηρά συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκτελέση την προσταγήν του πατρός του, η δε απόκρυφος και ομοίως ισχυρά, η οποία εις το πείσμα της θελήσεώς του απ' αρχής μεσολαβεί μεταξύ αποφάσεως και εκτελέσεως, και παραλύει πάσαν σκέψιν, ματαιόνει οιανδήποτε σκόπιμον ενέργειαν.

Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του Βινικίου.

Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθηγητής το &Σήμαντρον& του Λευκαδίου ποιητού· η ποιητικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις επιστρέφων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντηχούντα τον νεκρώσιμον ήχον και βλέπει την κηδείαν της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος καταβροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά απεικόνισις της φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε τοσούτον συγκινήσει, ώστε εις την εντύπωσιν των στίχων του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του, δι' ό και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του Βαλαωρίτου.