United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα· Άμα φτάσω, έλεγα, είχα δεν είχα παράδες θα την έπαιρνα. Θα εχρέωνα το παλιόσπιτο! Ευγνωμοσύνη άμετρη αισθανόμουν για τη σωτηρία μου κ' έλεγα τον εαυτό μου χρεοφελέτη και ήθελα να την βαρυπληρώσω. Έστειλα γράμμα της θείας της από την Πόλη και της έλεγα να ετοιμασθούν για τον γάμο και πλακώνω.

Αλλ' έκαμε χρεία τέλος πάντων ν' αφιερωθώ εις την πρόνοιαν του Θεού, που διορίζει τον θάνατον και την ζωήν των ανθρώπων· τέτοιοι ήσαν οι θρήνοι, οι κλαυθμοί και οι έσχατοί μου οδυρμοί, και αντί να επιθυμήσω τον θάνατον, και να τον επικαλεσθώ εις βοήθειάν μου, αισθανόμουν ακόμη αγάπην της ζωής· διότι τόσον είνε γλυκεία αυτή.

Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Όταν άλλοτε από το ύψος του βράχου απέβλεπα εις την εύφορον κοιλάδα, από του ποταμού μέχρι των λόφων εκείνων, και το παν γύρω μου έβλεπα να βλαστάνη και να αναβλύζη· όταν έβλεπα τα βουνά εκείνα ενδυμένα από τους πρόποδας μέχρι των κορυφών με υψηλά πυκνά, δένδρα, τας κοιλάδας εκείνας με τους ποικίλους ελιγμούς των να ισκιώνωνται από τα τόσο όμορφα δάση και ο γλυκύς ποταμός παρέρρεε μεταξύ των ψιθυριζόντων καλαμιών, και κατώπτριζε τα προσφιλή νέφη, που μετέωρα στον ουρανό εσέρνονταν από τον γλυκό, εσπερινό αγέρα· όταν άκουα τότε τα πτηνά γύρω μου να εμψυχώνουν το δάσος και μυριάδες σμήνη κωνώπων εύθυμα εχόρευαν εις τας τελευταίας ερυθράς ακτίνας του ηλίου, και το τελευταίον σπαράσσον βλέμμα του αποσπούσε τον βομβούντα κάνθαρον από το χόρτον του· και ο συριγμός και η γύρω μου κίνησις με έκαμναν προσεχτικόν εις το έδαφος, και το βρύον, που από τον τραχύν του βράχου εκβιάζει την τροφήν του, και το σπάρτον, που βλαστάνει εκεί πέρα στον ξηρόν αμμώδη λόφον, μου εξάνοιγε την εσωτερικήν, διάπυρον, ιεράν ζωήν της φύσεως· πώς εδεχόμην όλα αυτά εις την θερμή μου καρδιά, αισθανόμουν τον εαυτόν μου μέσα στην πλημμυρούσαν αφθονίαν ως αποθεωμένον, και αι λαμπραί μορφαί του απείρου κόσμου εκινούντο εις την ψυχήν μου ζωογονούσαι το παν.

Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.

Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.

Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Πηγαίναμε στη σειρά, όπως οι καταδικασμένοι…» «Μα δεν ήσασταν στη θάλασσα;» «Στη θάλασσα, ναι, τι λέω; Στη θάλασσα και με φουρτούνα μάλιστα. Βράχηκα πολλές φορές. Από πείνα δεν υποφέραμε, όχι. Έπειτα, ποιος πεινούσε; Εγώ, όχι. Καμιά φορά αισθανόμουν σαν ένα χέρι να μου σφίγγει δυνατά το στομάχι και ήταν σαν να ήθελε να μου το ξεριζώσει, τότε έτρωγα και ηρεμούσα.

Όταν την έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω της.