United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Κτήσιππος, κατά την συνήθειάν του, εξέσπασε στα γέλοια και, — Ευθύδημε, είπεν, ο αδελφός σου επαμφοτέρισεν εις αυτό που τον ηρώτησα, και πάει, χάθηκε, νικήθηκε.

Αν η «αλώπηξ αύτη» ήκουσέ ποτε τον τρόπον καθ' ον τον εχαρακτήρισεν ο Κύριος αγνοούμεν. Εν τη ζωή δεν συνηντήθησαν ειμή την πρωίαν της Σταυρώσεως, ότε ο Αντίπας εξέσπασε κατά του Ιησού τους χλευασμούς του. Αλλά νυν ο Ιησούς συνεπλήρωσε το τελευταίον έργον Του εν Γαλιλαία. Συνεκάλεσε τους οπαδούς Του, και εξ αυτών εξέλεξεν εβδομήκοντα όπως προετοιμάσωσι την οδόν Του.

Κατατρυχόμενος αεννάως από τα φάσματα της δολοφονηθείσης συζύγου του και των θανατωθέντων υιών του, με την αγρίαν πάλην ήτις διεδραματίζετο μέσα του, πάλην μεταξύ συνειδήσεως και αίματος, το ανοικτίρμον τέρας, όπως αποκαλεί αυτόν ο Ιώσηπος, κατελήφθη εις τας τελευταίας ημέρας του βίου του από μαύρην αγριότητα μεγαλειτέρας εντάσεως, ήτις εξέσπασε καθόλων εκείνων με τους οποίους ήρχετο εις συνάφειαν.

O γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν: «Αντίο σας! ... .Έλα μητέρα ... .» Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν: — Τι δέντρο κάνει το στάρι;

Ακούστηκε σα μια βροντή... 'Σ τα σωθικά του Διάκου Κρυφά λες κ' είχαν σωριαστή, φαρμακεμμένοι πόνοι, Χίλιων χρονών εκδίκησαις, στείραις ευχαίς, ορφάνια, Του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχια, Κατάραις, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια, Κ' εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους: — » Αδέρφια μου!.. Φωτιά . .. Φωτιά» ... Το βόλι του Θανάση Δε θέλει σάρκα ανθρωπινή.

Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!... Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ' εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης, ακράτητος, φριχτός.

Η επί του Σταυρού δε αγωνία, κατόπιν της άλλης φοβεράς αγωνίας την οποίαν είχεν υπομείνη, εβραχύνθη και διήρκεσε μόνον τρεις ώρας, πριν ή «παραδώ την ψυχήν Αυτού εις θάνατον». Όταν ο Σταυρός ωρθώθη και ενεπάγη, οι άρχοντες των Ιουδαίων διά πρώτην φοράν παρετήρησαν την θανάσιμον ύβριν δι' ης ο Πιλάτος εξέσπασε την αγανάκτησίν του.

Αλλά μετ' ολίγον ήρχισε και η μητρυιά μου να πάσχη από νόσημα σοβαρόν και παράδοξον• το παρηκολούθησα δε ευθύς από της αρχής του• και δεν ήτο απλούν, ουδέ ελαφρόν είδος μανίας, αλλ' ως παλαιόν κακόν το οποίον υπεκρύπτετο προ πολλού εις την ψυχήν της, εξέσπασε διά μιας και εκδηλωθέν την κατεκυρίευσεν.

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.

Πόσον πολύ σε αγαπώ Ρούντυ! και συ μπορείς να σκεφθής κακόν για μένα» Εξέσπασε την οργήν της και αυτό την ωφέλησε πολύ, γιατί αλλοιώς θα εγίνετο πολύ μελαγχολική· τώρα ημπορούσε να αποκοιμηθή, να κοιμηθή τον δυναμωτικόν της Αρετής ύπνον.