United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένεια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο Γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.

Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο- ίδιο μάτι πούχει κλάψει Κ’ η Λιόλια; Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να την προσέχη. . . Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη: ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο!

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Κι ο λοχίας ψηλός, ξερακιανός ρουμελιώτης, ηλιοψημένος, μαύρος, με παχύ μουστάκι και με της λεβεντιάς τον ίσκιο απάνω του σαν είδε πως η υπηρεσία κ' οι δουλιές αποτελείωσαν, άρχισε γερή κουβέντα και γέλοια μαζί τους.