United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξεύρω γιατί ανάτειλε στον νου μου άξαφνα μια ιδέα πως η τύχη εκείνης ήταν να σωθώ εγώ· πως ο θεός ηθέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της τα δροσερά, να μη δακρύσουν τα μάτια της τα ζαφειρένια, να μη μαυρίση η καρδούλα της πριν ανοίξη σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνη χήρα πριν νύφη γίνη η αρφανούλα!

Σ' αφίνω υγιά πουλάκι μου, σ' αφίνω υγιά πουλί μου. Σ' αφίνω υγιά καρδούλα μου, και της ψυχής ψυχή μου. Εγνώρισες, Κυρά μου, το πόσο σ' αγαπώ; Ή θέλεις να τ' ακούσης να σου το μεταειπώ. Εγώ δεν αποσταίνω, αυτό το σ' αγαπώ, Χίλιαις φοραίς την ώρα εσένα να το ειπώ, Ωστόσο να ηξέρης το πόσο σ' αγαπώ Των αδυνάτων είναι σωστά να σου ειπώ.

Αχ! ωραιότερον μωρόν δεν 'βύζαξα ποτέ μου. Να μ' αξιώση ο θεός να ιδώ τα στέφανά σου, και άλλο δεν επιθυμώ. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αυτό είν' ίσα ίσα που ήθελα να της ειπώ. — Παιδί μου, Ιουλιέτα, ειπέ μου, η καρδούλα σου τι λέγει περί γάμου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ούτ' ωνειρεύθηκα ποτέ τέτοιαν τιμήν ακόμη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τιμήν! Αν δεν ετύχαινα η μόνη σου βυζάστρα, θα έλεγα πως 'βύζαξες την γνώσιν με το γάλα.

Υπομονή, στα βάσανα οπού τραβάει η καρδιά μου, Ίδες να έχη κι' άλλη μια, να ζήσης, Έρωτά μου; Φθοροποιόν και άσπλαχνον ο κόσμος σ' ονομάζουν, Ως και οι ίδιοι σκλάβοι σου σκληρότατο σε κράζουν. Ρώτα και την καρδούλα μου την παραφλογισμένη, Πώς στην πληγή της χαίρεται πολύ ευχαριστημένη. Όσο τα βάσανα σ' αυτή, τους πόνους αβγατίζεις, Τόσο και πλιότερη ηδονή στα φύλλα της χαρίζεις.

Η δική μου η αγάπη αγκύλια δεν ξέρει· ξέρει μονάχα το βαθιόκοβο το μαχαίρι που σιγοχώνεις στα σπλάγχνα μου μέσα. Πες μου, Αρετούλα μου, φως μου, γιατί αρνιέσαι να μ' αγαπήσης; τι λαχταρεί η καρδούλα σου και δεν τόχω, ψυχή μου; Αν είνε αγάπη λεβέντικη, πρόσταξε με να περπατήξω στις φλόγες, σε γκρεμνούς να τρέξω να πέσω, φείδια να πάω και ν' αγκαλιάσω, στην πίσσα μέσα να βράσω. Αρετ.

ΜΠΕΛΙΝΑ Μην εξάπτεσαι λοιπόν. ΑΡΓΓΑΝ Μ' έκανε έξω φρενών, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Ησύχασε, παιδί μου. ΑΡΓΓΑΝ Είνε μια ώρα τώρα που μου εναντιώνεται σε ό,τι θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ Καλά, ησύχασε, ησύχασε. ΑΡΓΓΑΝ Είχε την αναίδεια να μου πη πως δεν είμαι άρρωστος. ΜΠΕΛΙΝΑ Είνε αδιάντροπη. ΑΡΓΓΑΝ Εσύ, αγάπη μου, το ξαίρεις πως είμαι άρρωστος, ε; ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι, καρδούλα μου, δεν έχει δίκηο.

Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!

Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

Εκείνη έγνεθε επίσης, ήταν μικροκαμωμένη και φορούσε κεντητές παντόφλες, χωρίς κάλτσες. Το μικρό της πρόσωπο ήταν πανιασμένο και τα μάτια της, μάτια αρπαχτικού, χρύσιζαν και γυάλιζαν στη σκιά της μαντίλας που φορούσε στο κεφάλι. «Έφις, καρδούλα μου, πώς είσαι; Και οι κυράδες σου πώς είναι; Πώς και με θυμήθηκες;. Κάτσε, κάτσε, ξεκουράσου

Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανενός στρατιώτη: — Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα πήττα!... Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι.