United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα θεόμαυρά της μαλλιά, η πίσσα εκείνη η ψιλόχνουδη κι η μαλακόφεγγη, κατέβαινε κι έπαιζε όπως τύχαινε απάνω στις τορνευτές ωμοπλάτες της. Ως και τα κατάμεστά της τα στήθια τα χαδεύανε μερικές πλεξούδες. Μα απ' όλα πιο ελκυστικό και πιο νεραϊδίστικο φαίνουνταν το πρόσωπό της, κι ας είταν και λιοκαμμένο.

Άλλοτε μ' εθεώρουν και μάντιν και ιατρόν και το παν δι' αυτούς ήμουν εγώ, ήσαν δε πλήρεις του Διός πάσαι αι οδοί και πάσαι αι αγοραί. Και τότε η Δωδώνη και η Πίσσα ήσαν λαμπραί και περίφημοι εις όλον τον κόσμον και τόσος ήτον ο καπνός των θυσιών, ώστε ούτε τα μάτια μου ν' ανοίγω δεν με άφηνεν.

Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολΜην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει.

Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον διακοπήν. Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον. Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα.

Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Θέλω η ζωή της να μοιάζη με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Θα στρώσω γλυκά και τον άμμο· θα μαλακώσω και το χώμα. Αφού την αγαπώ, τι μας λείπει; Δεν μπορώ να ζω σε μια κόλαση τέτοια· είναι πίσσα και βράζει.

Ο καιρόςτον ΜάστορηΜαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! ΣκοτάδιΠίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμητην πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο.

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Η σκοτεινιά της νύκτας, η &Γέφυρα των στεναγμών&, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα. Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα. Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης &Πιάτζα& εσήμαινε την 5ην ώραν. Η &Πλατεία του Καμπανέλου& ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.