United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο μέγα τούτο βάθος ο έρως αντηχάει· ο έρωτάς μου μόνον καθόλου δε σιγάει Και εγώ μαζί με τούτον ακοίμητος πονώ· βογγώ μαζή του κλαίω, ανήσυχος θρηνώ, Αχ! έρωτα δε φτάνουν της μέρας οι καϋμοί τα βάσανα κι' οι πόνοι, και οι αναστεναγμοί· Την νύχτα δε μ' αφήνεις καν δίχως ταραχή· την νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακοχή. Ω Αφροδίτης γέννα παντού υπερβολή, κι' σ' εύνοια κ' οργή σου ορμή παραπολλή.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη. Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει, παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!

Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος. Αλλ' η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους.

Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα. Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.

Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες: — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση την κόρην του και αντί να μου... — Εζήτησες την κόρην του! — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις; — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ... — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.

Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση.

Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η παιδίσκη απέθανεν. Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από απελπισίαν. Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος.

— Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι. Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του.

Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ' εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος. Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου.

Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....