United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός είνε περιτριγυρισμένος από βαθύτατον χαντάκι γεμάτον νερόν το οποίον βράζει χωρίς φωτιά· και εκείθεν από το χαντάκι φαίνεται ένα έδαφος από πλάκες τζελικένιες φλογερές, που ακαταπαύστως βγάζουν άπειρες φωτιές, εις τρόπον που ο ναός φαίνεται να είναι όλος πύρινος.

Του λιονταριού, της πάρδαλης δεν είναι τόση η τόλμη, 20 δεν έχει τόση ο ξεσκιστής αγριόχοιρος που μέσα στα στήθια η γίγισσα καρδιά του βράζει απ' αντριοσύνη, όση έχουνε περφάνια οι γιοι του Πάνθου οι φαντασμένοι.

Κρέμαται λοιπόν εις τον αέρα και βράζει αναβαίνον και καταβαίνον, και ο αήρ και ο άνεμος, όστις είναι ολόγυρα εις αυτό, κάμνει το ίδιον. Διότι το ακολουθεί και όταν ριφθή εις το εκείθεν της γης μέρος και όταν ριφθή εις το εδώθεν.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, αφτά κατόπι μάλιστα σωστό ναν τα φροντίστε, 200 σα γίνει τέλος σκόλασμα της μάχης κι' όταν μέσα εδώ στα στήθια τα δασά δε βράζει τόσο πάθος. Μα τώρα εκείνοι κοίτουνται σφαγμένοι απ' το κοντάρι του Έχτορα, σαν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου, κι' εσείς φαγιά μου κραίνετε.

Το πρώτο τόνομα γλήγορα ξεχάστηκε, κι απόμεινε μονάχα σε βιβλία και σ' έγγραφα. Το δεύτερο έμεινε και θα μείνη, εξόν αν άλλες φυλές και γλώσσες μας το ιεροσυλήσουν κι αυτό, και κάμουν ό,τι μια Τουρκιά δε δυνήθηκε. ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αρχίζει και βράζει το λεβέτι της Ρωμιοσύνης Άλλο δεν είχε τώρα στο νου του ο Κωσταντίνος παρά να κανονίση το Κράτος.

ΧΟΡΟΣ Ναι, μα του θεού η δύναμη ακόμη ’ν πιο τρανή° πολλές φορές τον τέλεια απελπισμένο, κι όταν παν’ απ’ τα μάτια του τα σύγνεφα κρέμουνται μαύρης συμφοράς, αναστηλώνει. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δουλειά ’ναι των αντρών αυτό, για να προσφέρουν σφαχτά θυσίες εις τους θεούς, σαν βράζει η μάχη° δική σου, να σωπαίνεις και να μένης σπίτι.

Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολΜην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει.

Της έβγαλα αίμα κι άρχισα να γλύφω το αίμα... το αίμα της γυναίκας μου.... Φτου!... γαμώ το γόνα του, φτου!... Αναίστητη πάντα αυτή. Θα την έτρωγα δίχως άλλο τότες, αλλ' ο Θεός δε θέλησε να με κολάση περισσότερο. Φύσηξε άξαφνα ένας βορριάς!... ένας βορριάς! Είδες το πέλαγο κι αναταράζουνταν σα νερό που βράζει στο καζάνι.

Κι' οι άλλοι μόλις έφτασαν στου βασιλιά Αγαμέμνου, όλοι τους όρθιοι με χρυσά ποτήρια τους κερνούσαν 670 οι πρόκριτοι άλλος απ' αλλού και γύρεβαν να μάθουν. Και πρώτος ο αφέντης γιος τους αρωτάει τ' Ατρέα «Έλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιώνε αθέρα, πες μου, Τι, θέλει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια, ή όχι κι' η περήφανη καρδιά του βράζει πάντα675

Θέλω η ζωή της να μοιάζη με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Θα στρώσω γλυκά και τον άμμο· θα μαλακώσω και το χώμα. Αφού την αγαπώ, τι μας λείπει; Δεν μπορώ να ζω σε μια κόλαση τέτοια· είναι πίσσα και βράζει.