United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η δόξα μονάχη, Μελετά τα λαμπρά παλικάρια Και στην κόμη στεφάνι φορεί, Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη», Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του.

Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια, ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος 10 ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός.

Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι, Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.

Εντεύθεν και το δημώδες « επιάστηκε από το χαλκά του Καπετάν Αγγέλη. » Εν Σιβίστα κωμοπόλει του εν Αιτωλία δήμου Μακρυνίας διεσώθησαν οι πέντε πρώτοι στίχοι δημοτικού άσματος αναγομένου βεβαίως εις την ηρωικήν εκείνην εποχήν, εν ω μνημονεύονται τα ονόματα του Αγγέλη Σουμήλα και Χρήστου Βαλαωρίτου. Σαν τι μεγάλη καταχνιάτη Σίβιστατη ράχη.

τους πήρα από το τραγούδι του Ολύμπου: « Ο Έλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλλόνουν » Ποιο ρίχνει τες πολλές βροχές, ποιο τα πολλά τα χιόνια. » Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχές, κι’ ο Έλυμπος τα χιόνια. » Τώνα παινιέται στα σπαθιά και τ’ άλλο στα ντουφέκια. » Ο Κίσσαβος έχει σπαθιά κι’ ο Έλυμπος ντουφέκια... » Γυρίζει ο κόντο-Κίσσαβος και λέει με περηφάνεια : — «Εμένα λένε Κίσσαβο, της Λάρισσας καμάρι, » Με χαίρεται όλη η Κονιαριά, με τ’ άσπρα τα σαρίκια, » Κι’ οι μπέηδες οι Λαρισσινοί με τα γοργά τους τ’ άτια. » Γυρίζει τότε ο Έλυμπος και λέγει του Κισσάβου : — «Τι λες αυτού, μπρε Κίσσαβε, κονιαροπατημένε, » Που σε πατούν οι Τούρκισσες, κι’ οι παλιο-Φατιμέδες, » Εγώ είμαι ο γέρω-Έλυμπος, ο κοσμοξακουσμένος, » Πώχω σαράντα-δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, » Κάθε κορφί και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης, » Και στην ψηλή μου την κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, » Κουρνιάζει κι’ αντριεύεται αητός με δυο κεφάλια, » Που μες τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι, » Και κάθε μέρα την αυγή, στο κρούξιμο του ήλιου, » Κυττάει την Αγιά-Σοφιά και χύνει μαύρα δάκρυα».

Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με τους φτερνιστήρες μου.

Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κ' είπε·Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσης καμμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς για τον μορφονιό σ', που είνε ζαμπούνης. Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. — Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους.

Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο ΓεροΜούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.