United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν, τη είπεν αίφνης ο φιλόσοφος, σύμφωνοι; Θα μείνης εδώ, αύριον θα έλθη ο Μάχτος, και θα σας νυμφεύσω. Δεν έχει ούτω; Η κόρη εδίσταζε. — Δεν απαντάς; επανέλαβεν ο ΠλήθωνΝαι, είπεν η Αϊμά πεπνιγμένη τη φωνή. Και ο Πλήθων εξήλθεν. Ουδέν καινόν. Εκείνο όπερ ηνάγκασε την Αϊμάν να προφέρη το πεπνιγμένον τούτο ναι, ήτο η ελπίς και η προσδοκία της αποκαλύψεως ην τη υπεσχέθη ο Πλήθων.

Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.

Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.

Ο Γύγης την εθεώρει καθ' όσον εξεδύετο· έπειτα, ενώ εκείνη έστρεψε τα νώτα και διευθύνετο προς την κλίνην, αυτός εξήλθεν ολισθήσας κρυφίως· αλλ' η γυνή τον είδεν ότε εξήρχετο.

Εκάθητο εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος Αγιορείτης. — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος έξωθεν. — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος ως δεμένη αμνάς. Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν.

Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον ύπνον.

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κ' εξήλθεν εις την πλατείαν.

Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.