United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν' αποτρέπη τον Στάθην τον Μπόζαν. — Δε βολεί, να σ' πω, Στάθ', απ' λέει ου λόους, τάχα, να πούμε.

Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας, ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι' όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν... Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του. Ηκροάσθη επί μακρόν.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπάρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του, — Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε! Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε!

Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.

Ο ήλιος είχε δύσει και ολίγον κατ' ολίγον εχάνοντο όλα τα πέριξ εις μίαν μαυρίλαν φοβεράν, ην φοβερωτέραν καθίστα η ερημία, διακοπτομένη μόνον υπό της σκαιάς των ποιμένων φωνής, ως ρεύμα αέρος οξύ προσπιπτούσης εις τα ώτα, και υπό της βοής του θραυομένου επί της ακτής κάτω κύματος, εις παρατεταμένον αφρόν ξεθυμαίνοντος, λαιμάργως απορροφώμενον υπό της χονδρής άμμου.

Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου, και εταπείνωσε τους οφθαλμούς. — Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη. — Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά. — Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη. — Και πώς με γνωρίζετε;

Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο. Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω, εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε.