United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά, νάχης την ευχή . . . Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος. — Η ευχή σ', παπά μ'. Εφαίνετο αποφασισμένον ότι ο Στάθης θα κατεβιβάζετο διά σχοινίου εις τον βράχον, διά να ζητήση τας δύο χαμένας αίγας του. Μόνον ο Περηφανάκιας έλαβε πάλιν τον λόγον·

Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.

Έκαμε τρεις σταυρούς, και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και με τους πόδας τον βράχον. Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου. — Αγάλια-αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα, λάσκα· καλούμα! — Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ' Αγκούτσα; είπεν ο Περηφανάκιας.

Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν' αποτρέπη τον Στάθην τον Μπόζαν. — Δε βολεί, να σ' πω, Στάθ', απ' λέει ου λόους, τάχα, να πούμε.