United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήδη εις την όψιν αυτού αναμνήσεις και πόθοι εγεννήθησαν και την κατεκυρίευον. Ναι, τον ηγάπα τον Στάθην ωρέγετο ακράτητος την βάναυσον ζωήν του, το άτομόν του, το εργατικόν· ανεγνώριζεν ότι δι' αυτόν και μόνον εγεννήθη, εις αυτόν έπρεπε. . . Έπειτα αυτός ήτο και της τύχης της!

Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ' ην στιγμήν η θειά τ' Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είνε άξιος ο μισθός του. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας. Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.

Αν και αύται εκάθηντο εις άλλον οικίσκον μακράν, όμως έμαθον τα συμβαίνοντα εις την οικίαν του συγγενούς των και ήρχισαν να θλίβωνται διά τον Στάθην, ο οποίος εδέσμευσε την τύχην του νυμφευθείς μίαν φαγοκοιμήστραν.

Ο Στάθης είχε φορτώσει το κάρρον του διά σάκκων σίτου της νέας εσοδείας και ητοιμάζετο ν αναχωρήση εις τον μύλον προς άλεσιν. Και ήτο μεν μύλος εις το χωρίδιον έξω επί υψώματος και ειργάζετο αδιακόπως ημέραν και νύκτα, αναπεπταμένας έχων, εις τον άνεμον τας φαιάς πτέρυγάς του, αλλ' εις τον Στάθην ήρεσκε πάντοτε ό,τι ηδύνατο να συντέμνη τας αποστάσεις και να προφθάνη τον χρόνον.

Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν' αποτρέπη τον Στάθην τον Μπόζαν. — Δε βολεί, να σ' πω, Στάθ', απ' λέει ου λόους, τάχα, να πούμε.

0 Χρήστος αφήκεν υιούς τον Μήνιον φονευθέντα κατά τον ιερόν αγώνα εις τον Ανηφορίτην πλησίον των Θηβών, τον Σπύρον φονευθέντα επίσης κατά τα 1821 εις Καγκέλια, τον Στάθην προαχθέντα συνταγματάρχην και αποθανόντα κατά το 1836 και μίαν θυγατέρα την Μπήλιω.

Κ' εν τη εξάψει της ήδη εφαντάζετο τον άνδρα εκείνον και δεν παρεξενεύετο καθόλου διότι ούτος δεν ωμοίαζε με τον Στάθην, τον ακάματον εις την εργασίαν και νωθρόν εν τω οίκω, αλλά με άλλον τινά του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν διέκρινε καλώς, υπέθετεν όμως ότι ήσαν του Μήτρου. Η Σμάλτω ενώ παρεσύρετο ούτω εις τους γοητευτικούς κόσμους της ιδίας φαντασίας, ητένιζε συγχρόνως και τον αυλητήν.

Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.

Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες, αλλ' επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον. Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.

Αφήκεν όμως αρκετόν διά τον Στάθην χώρον και το προσκέφαλόν του, με την μεταξωτήν προσκεφαλάδαν, το ανακαλούν τόσας αναμνήσεις της πρώτης εβδομάδος του γάμου της. Μέταξαν η Σμάλτω δεν είχεν εις την καλύβαν της, διότι ούτε χώρον ούτε καιρόν έχουν να καλλιεργήσουν αυτήν αι βλαχοπούλαι εις τα γρέκια των.