United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφεξεν ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ αι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν- Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον αν δεν έπνεεν νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και έν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία.

Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια, και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δυο αίγας, ώστε, ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγωνον της μιας και της άλλης γίδας, και τότε, αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένος, θα τας ετραβούσαν επάνω.

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!

Ο γείτονάς μου ο Κωνσταντής ο Ρήγας, έξυπνος και κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ιδή να γεννηθή κανέν αγόρι στη γειτονιά, και βλέπει της γυναίκες κι' όλους τους συγγενείς νάχουνε χαρές, συνειθίζει να λέη· «Χαρήτε, βρε παιδιά· γεννήθηκε κι' άλλος χαμάληςΑκολούθως ηρώτησα την εξαδέλφην μου αν τυχόν συνέβησαν και άλλα τινά περίεργα εν σχέσει με την υπόθεσιν ταύτην. Η Μαχούλα απήντησεν·

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του. Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου.

Δεν είναι καλά, το παιδί; Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου. Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον. — Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς. Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.

— Κ' εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Δεν είνε ανάγκη να θυσιάσης της προβατίναις, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί. — Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης. — Κ' εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.

Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιή ο Κωνσταντής. — Δεν έχει κανένα σύκο; . . . ηρώτησεν ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Σου αρέσουν τα κεντήματα; Σου αρέσει το μαντήλι; Μαρτύρους βάνω το Χριστό και τη Κυρά Παρθένα, Ότι σου τ’ ωριοκέντησα με την καρδιά μου όλη.... Όπως δε θα είταν ικανή καμμιά άλλη να το κάνη.... Πε μου σου αρέσει, Κωνσταντή, τ’ ωριόπλουμο μαντήλι;— Ρίχνει τα μάτια ο Κωνσταντής απάντω στα κεντίδια, Κυττάζει και θυαμαίνεται της κόρης την αξιάδα.