United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφέντη, και εις άλλα! ακούεται μετά μικρόν έξωθεν τριπλή και ομόφωνος ευχή, πολύ αρμονικωτέρα της προτέρας μουσικής συμφωνίας. Οι μουσικοί απέρχονται, και ο Περδίκης αναγινώσκει την δευτέραν επιστολήν· Αξιότιμε κύριε! Επεκρότησα πάντοτε εις την προόδόν σας, και χαίρω, ότι πρώτος ίσως πάντων σπεύδω να σας εκφράσω τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου διά την σημερινήν εύνοιαν της τύχης.

Γι' αυτό έρχου κάθε μέρα να σε βλέπω, νάχης την ευχή μου, και να με λέγης δα κι' όλα, πώς πηγαίν' η κρίσι μας. Η οικία της χήρας Οθωμανίδος κείται επί της ευρείας μεν τώρα, αλλ’ όχι πλέον ως πριν γραφικωτάτης οδού, της Ν δ ι β ά ν — γ ι ο λ ο ύ, ου μακράν της πλατείας του βυζαντινού ιπποδρομίου. Προφανώς είναι παλαιόν κτήμα, ευπόρου άλλοτε οικογενείας.

Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; — Τάκουσα, πατέρα μου! — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!

Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει. «Παναγιώτατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλετος εφ' ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθήνιων της Σης Παναγιότητος θεραπόντων.

Ο αναθεματισμένος βουλευτής για να μας τον έχη κολλητό έως να τελείωση στη Σύρα η δημοτική εκλογή, τον άφινε να πιστεύη πως κάτι μας απομένει. Του είπα τότες εγώ πως με τες καλές συμβουλές του συνταγματάρχη απομείναμε με το ποκάμισο και δεν έχω άλλο να του δώσω παρά μόνο την κόρη μου και την ευχή μου. Δεν μου έκαμε καμμιά παρατήρησι και εξακολούθησε να έρχεται στο σπήτι καθώς πρώτα.

Και αυτή ήταν η ευχή του. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν ξαναμίλησε. Του φαινόταν πως είχε γαντζωθεί στην άκρη από το χράμι για να μην πέσει από την άλλη μεριά και πως έβλεπε από πάνω από το τοιχάκι το θέαμα του κόσμου. Και να που έρχονται ο ντον Πρέντου με τους συγγενείς για να πάρουν τη νύφη.

Η ερωτεμμένη κόρη απομακραίνεται θεληματικώς, καθώς την παρακινεί η φυσική σεμνότης, από την στιγμή που έσμιξε το χέρι του αγαπημένου νέου. Ο Πρόσπερος τους ακούει και τους βλέπει, και με την πατρικήν ευχή του σφραγίζει τον άγιον εκείνον δεσμό, και ύστερα τον εορτάζει με τα χαρμόσυνα πλάσματα της μαγείας του.

Δακρυσμένος από συγκίνησιν ο γέρων συμβολαιογράφος ήλθε κοντά της, και καθώς έσκυπτεν εκείνητον εργαλειό την εφίλησε ς το μέτωποΜε την ευχή της γιαγιάς σου, δικός σου είνε ο εργαλειός, της είπε.

Έλα, νάχης την ευχή μου, γυιόκα μου, άφες τον ταλαίπωρο με την συμφορά του, και πες μου δα μαθές, ευρέθηκεν ο φονιάς; Ως τόσο δεν ημπόρεσε να βρεθή ποιος ήτανε! — Όχι! απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου.

»Έρρωσο, αλλ' άφες την ωδήν φόνευε αλλά μη κάμνης πλέον στίχους· δηλητηρίαζε, αλλά παύσον να χορεύης· καίε πόλεις, αλλ' εγκατάλιπε την κιθάραν. » Τοιαύτη είνε η τελευταία ευχή και η φιλικωτάτη συμβουλή, την οποίαν σοι πέμπει ο «κ ρ ι τ ή ς τ η ς φ ι λ ο κ α λ ί α ς». Οι συμπόται έμειναν ως απολιθωμένοι. Εγνώριζον ότι η απώλεια της αυτοκρατορίας δεν θα ήτο τόσον σκληρά διά τον Νέρωνα.