United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευδόκησε λοιπόν να με συμβουλεύσης, εμέ τον νέον και άπειρον, τι πρέπει να κάμω διά να ευτυχήσω. — Τέκνον μου, απήντησε ο ερωτώμενος, αληθές είνε ότι είμαι γέρων όχι όμως όσον φαίνομαι. Τα πάθη και αι λύπαι μ' έκαμαν να γηράσω προώρως. Δεν έχω ηλικίαν ανωτέραν τριών ωρών. Πολλά όμως είδον και υπέφερα κατά το διάστημα τούτο.

Κ' είδες τον θρίαμβον του Παύλου μας! Δεν είναι αλήθεια πώς είναι ωραίος και γερός. Κ ώ σ τ α ς. Ω Μαρία! ό,τι κι' αν πω, τίποτα δε μπορεί να συγκριθή με όσα υπέφερα της δέκα αυτές ημέρες. Τον Παύλο, το παιδί μας, το ανεγνώρισα ευθύς από την πρώτη τη στιγμή που επαρουσιάσθηκε στο στίβο, μόλο το ψεύτικο όνομα, που πήρατε, είκοσι χρόνια τώρα.

Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σου. Πάρε την ψυχή μου, όπως το πουλί παίρνει το σπόρο του σιταριού. Κύριε, σκόρπισέ με στους τέσσερεις ανέμους, εγώ θα σε δοξάζω επειδή εισάκουσες την καρδιά μου…»

Είμαι ευτυχισμένος που υπέφερα, που αμάρτησα, γιατί δοκιμάζω το θεϊκό σου έλεος, τη συγχώρεσή σου, τη βοήθειά σου, την απέραντη μεγαλοσύνη σουπροσεύχεται ο Έφις. Άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος γιατί « Σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε.

Το πρόσωπόν της έλαμπε τώρα από χαράν, εκείνος, ανησυχήσας ελαφρώς κατ' αρχάςδιότι και ο αθωότερος αδυνατεί να υποστή, εντελώς ήσυχος, και την πλέον ανόητον κατηγορίαν, εννόησε τώρα τα πάντα και έλαβε μειδιών από τας χείρας της συζύγου την καπνοσύριγγα. — Υπέφερα πολύ και σε ηκολούθησα αλλά εγνώρισα την αντίζηλόν μου, την οποίαν τώρ' αγαπώ περισσότερον από σε.

Αλλά δεν θέλω διά της επαναλήψεως των αυτών πραγμάτων να σε εμποδίζω και να σε κάνω να χρονοτριβής, ενώ από τούδε δύνασαι να γίνης ρήτωρ. Τούτο μόνον νομίζω αναγκαίον να προσθέσω ότι η τραχεία εκείνη και ανηφορική οδός δεν παρουσιάζει πολλά ίχνη οδοιπόρων, και αν φαίνωνται μερικά, είνε πολύ παλαιά. Εγώ ο δυστυχής ανέβηκα από εκείνην και υπέφερα πολλά χωρίς ανάγκην.

Ο σιχαμένος εκείνος δεν ήλθε καθόλου να με ιδή. — Άφες με να ιδώ το αυγόν, το οποίον δεν σκάνει, είπεν η γραία. Να σε χαρώ, αυτό είναι κούρκας αυγόν. Την έπαθα και εγώ μίαν φοράν, και κατόπιν είδα και υπέφερα με τα μικρά, διότι φοβούνται το νερόν. Δεν ημπορούσα να τα κάμω να κολυμβήσουν. Ό,τι και αν έκαμνα του κακού! Ω! βέβαια, αυτό είναι κούρκας αυγόν.

Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα, διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα.

Και τότε, τον πατέρα μου απήντησατους δρόμους μ' αιματωμένα των 'ματιών τα δύο δακτυλίδια και δίχως τα διαμάντια των. Εζήτησα να μ' ευχηθή, κι' απ' την αρχήντο τέλος τα όσα εδοκίμασα κ' υπέφερα του είπα. Αλλ' η σχισμένη του καρδιάτον κλονισμόν τον τόσον ν' ανθέξη δεν ημπόρεσε.

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Πέσε καλλίτερατην γην, ω Ληρ, και αναπαύσου! ΛΗΡ Ιδού, σαλεύει το πτερό! Σαλεύει! Ζη ακόμη!... Ω! Αν εζούσ' αληθινά,... θα ήτον ευτυχία που όσαις κι' αν υπέφερα πίκραις ταις ξεπληρώνει. Αυθέντα μου αγαπητέ. ΛΗΡ Παρακαλώ να φύγης! ΕΔΓΑΡ Είναι ο φίλος σου, ο Κεντ. ΛΗΡ Κατάρα να σας εύρη Προδόται είσθε όλοι σας! Είσθ' όλοι δολοφόνοι! Ίσως μου ήτο δυνατόν να την γλυτώσω!