United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος: — Δεν . . . . δύναμαι! . . . Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας: — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!

Εδώ οι αχάριστοι υπήκοοι οίτινες λαμβάνουσι την πρόσκλησιν ου μόνον ελαφρώς συμπεριφέρονται και εξακολουθούν αδιατάρακτοι τας εγκοσμίους ασχολίας των, αλλά τινές εξ αυτών υβρίζουν και φονεύουν τους απεσταλμένους οίτινες τους είχον προσκαλέσει· και όπου «η ιστορία εξαίρεται μέχρι προφητικού ύψους καταστρέφονται και η πόλις των καίεται.

Ενίκησε τους τελευταίους ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε λυτή επί του αυχένος του. — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του.

Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά, τα χρωματισμένα ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα σπινθηροβολούντα, τα μόνον διά της όψεως μεθύσκοντα.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον.

Όπισθεν ακολουθεί εν μακρά γραμμή το πλήθος λαμπαδηφόρον αποτελούν, εν ευλαβεία και κατανύξει, ένα φωτεινόν ωραίον ρεύμα μ' ελαφρώς παίζοντα τα κύματά του.

Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού.

Δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω εάν είχεν εκ των προτέρων το σχέδιον του τοιούτου αντιπερισπασμού, ή εάν εκ της δίψης μου συνέλαβε την ιδέαν... Ο αντιπερισπασμός ωφέλησεν. Η εκ των νώτων προσβολή επέτυχε πληρέστατα, αλλ' η άγνωστος εκείνη νέα δεν επέπρωτο να επανίδη ζώντα τον Μίρτον! Ο άλλος πεσών στρατιώτης επληγώθη ελαφρώς.

Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι.

Αλλ' εις ην δεινήν κατάπληξιν ευρίσκετο, δεν ήτο δυνατόν να κρίνη ασφαλώς. Ο ληστής, ως κεραυνόπληκτος σταματήσας, εξηκολούθει να βλέπη προς το ρεύμα κάτω, όπου διά μέσου των κλαδιών ελεύκαζον αι τέσσαρες κρεμάμεναι λευκαί μανδήλαι των τεσσάρων αδελφών, κινούμεναι ελαφρώς υπό της δροσεράς πνοής του ρεύματος.