United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά να μην τους πατήσουν εκείνοι που τρέχουν κατόπιν, κόρνελ, μου είπε φιλοφρόνως ο υιός του Έδισων, ο οποίος την στιγμήν εκείνην εφωτογράφει την σκέψιν μου. — Και διατί τρέχουν εκείνοι που έρχονται κατόπιν, αν επιτρέπετε; — Διότι...

Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!

Οι χωρικοί μας υπεδέχθησαν φιλοφρόνως, μας παρεχώρησαν δε οικίαν εύκαιρον, τα κενά της οποίας δωμάτια διεμοιράσθημεν μετά του γέροντος θείου της μητρός μου και δύο άλλων οικογενειών. Η κοινή συμφορά τότε πρώτον μας εσχέτισε μετ 'αυτών και μας συνέδεσεν.

Ήλθον προς Αυτόν περιεσκεμμένως ευλαβώς, φιλοφρόνως. «Ραββί είπον μετά κολακευτικής φιλοτιμίας οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού, εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλλει Σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων».

Από τα χαράγματα δε μέχρι της νυκτός περίλυποι και σκυθρωποί εσυσσωρευόμεθα έμπροσθεν της οικίας του ασθενούς, περιμένοντες να μάθωμεν ευχάριστόν τι περί της υγείας αυτού. Οι δε πατέρες και αι μητέρες ημών, εγκαταλιπόντες και τας οικίας και τα έργα των, δεν έπαυον ημέραν και νύκτα περιποιούμενοι φιλοφρόνως τον ασθενή.

Αλλά τόσον φιλοφρόνως υπεδέχετο αυτούς η Ιωάννα και μετά τοσαύτης χάριτος προσέφερεν αυτοίς την παχυτέραν μερίδα, ώστε οι Μεγαλόσχημοι εκείνοι οπαδοί του Αγίου Βασιλείου, οίτινες άλλα πτηνά δεν έτρωγον ειμή μόνον τας μυίας, όσαι τυχόν έπιπτον εις τον νερόβραστον ζωμόν των, εξήρχοντο πολλάκις έχοντες ορνίθιον εις την κοιλίαν και αμάρτημα εις την συνείδησίν των.

Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέψη τα νώτα προς την κόρην, διά ν' αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαναίφνης ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της.

Τον υπεδέχθησαν δε περιπαθώς και φιλοφρόνως υπό την σκιάν της πλατάνου παρά τη πηγή της Πλαγιάς· εκεί ο Ισκαριώτης εναγκαλισθείς αυτούς, υπέδειξε τα θύματα, και οι αλβανοί πυροβολήσαντες εκ των νώτων εφόνευσαν αμφοτέρους.

Περί την εσπέραν προσωρμίσθημεν εις νήσον όχι μεγάλην κατοικουμένην υπό γυναικών, ως ενομίζαμεν, αι οποίαι ωμίλουν Ελληνικά. Ήλθαν δε και μας υπεδέχθησαν πολύ φιλοφρόνως και ήσαν κατά τρόπον πολύ πορνικόν στολισμέναι, όλαι δε ευειδείς και νέαι και εφόρουν ένδυμα μακρόν και συρόμενον. Η νήσος ωνομάζετο Καββαλούσα, η δε πόλις Υδραμαρδία.

Ο Βεζήρης αφ' ου φιλοφρόνως τον υπεδέχθη, διανοούμενος βεβαίως τίνι τρόπω και εν αυτή τη παραμονή του θανάτου εδύνατο να καταστήση σκληροτέραν την αγωνίαν, ηρώτησεν αυτόν ποίαν τινα χάριν ήθελε να τω απονείμη προς παραμυθίαν των παθημάτων του. Ο δε Κίτζος δελεασθείς υπό της ψευδούς ταύτης ευνοίας, συντετριμμένος την καρδίαν έπεσε κατά γης γονυπετής και ανεβόησε δακρύων·» τα μάτια μου! Το φως μου!