United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγει ο Γωβρύας μετά ταύτα· «Φίλοι, πότε άλλοτε θα εύρωμεν καλλιτέραν ευκαιρίαν να ανακτήσωμεν την βασιλείαν μας, ή, εάν δεν το κατορθώσωμεν, να αποθάνωμεν, ημείς οίτινες όντες Πέρσαι, κυβερνώμεθα από ένα μάγον, και μάλιστα μάγον όστις δεν έχει ώτα; Όσοι εξ υμών παρευρέθητε πλησίον του ασθενούς Καμβύσου, δεν ελησμονήσατε τι κατηράσθη αποθνήσκων να πάθωσιν οι Πέρσαι εάν δεν προσπαθήσωσι να ανακτήσωσι την βασιλείαν.

Ήτο η «Μπέλλα» και δεν παρήλθεν ώρα, οπού ο Καραγιάννης εισήλθεν εις το δωμάτιον του ασθενούς. Δεν εγνώριζε περί της ασθενείας του και έμεινε κατάπληκτος! είχεν ενώπιόν του έν πτώμα . . . Το πρόσωπον του θνήσκοντος εφωτίσθη. Ητένισε τον γαμβρόν του και διά του βλέμματος του ένευσε να πλησιάση. Εκείνος επλησίασε και έκυψεν επ' αυτού. Εκ του στόματος του θνήσκοντος εξήλθε ψιθυρισμός . . .

Η γυναικεία της συστολή και ο φόβος ελησμονήθησαν εν τη επιθυμία να εξιλεώση το σφάλμα της. Αναμφιβόλως εφοβείτο την οργήν Του, επειδή ο Νόμος εκέλευεν, ότι η ψαύσις μιας ασθενούς επροξένει ακαθαρσίαν αγνισμού δεομένην, Αλλ' όμως η αφή εκαθάρισεν αυτήν, δεν εμόλυνεν Εκείνον.

Πηγαίνωμεντον ιατρόν του ασθενούς μας κράτους και μέσα εις το ιατρικόν που θα το θεραπεύση κάθε ρανίδα ας χύσωμεν καθείς του αίματός μας! ΜΑΚΔΩΦ Ας τρέξη, το βασιλικόν βλαστάρι να δροσίση, κι' ας πνίξη τ' αγριόχορτα! Εμπρός, εις την Βιρνάμην! Εν Δουνσινάνη. Αίθουσα εν τω μεγάρω. ΜΑΚΒΕΘ Να μη τ' ακούωτο εξής! Ας φύγουν όσοι θέλουν!

Δεν είχε πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τους κόλπους της από διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε συλλέξει την ημέραν κάτω εις τα ρέμματα των κοιλάδων. Τα δύο μικρά κοράσια της ασθενούς εκάθισαν σιμά εις τα γόνατα της Φραγκογιαννούς, γλυφίδικα και ζητούντα θωπείας. Η Γιαννού εθώπευσε τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον, και το έν εφώναξε·Μάνα!

Η Ηλέκτρα κάθηται παρά την κοίτην του ασθενούς αυτής αδελφού: Οίμοι, κασίγνητ', όμμα σον ταράσσεται, ταχύς δε μετέθου λύσσαν, άρτι σωφρονών. Ορ. Ω μήτερ, ικετεύω σε, μη 'πίσειέ μοι τας αιματωπούς και δρακοντώδεις κόρας· αύται γαρ αύται πλησίον θρώσκουσί μου. Ηλ. Μέν', ω ταλαίπωρ', ατρέμα σοις εν δεμνίοις· οράς γαρ ουδέν ων δοκείς σάφ' ειδέναι. Ορ.

Εγώ, αφήσας την Φάρσαλον και τον Πηλέα τον πατέρα μου, μένω εδώ εις τον Εύριπον, μόλις διαπνεόμενον υπό αύρας ασθενούς, και μετά κόπου συνέχω τους ανυπομονούντας Μυρμιδόνας.

Από τα χαράγματα δε μέχρι της νυκτός περίλυποι και σκυθρωποί εσυσσωρευόμεθα έμπροσθεν της οικίας του ασθενούς, περιμένοντες να μάθωμεν ευχάριστόν τι περί της υγείας αυτού. Οι δε πατέρες και αι μητέρες ημών, εγκαταλιπόντες και τας οικίας και τα έργα των, δεν έπαυον ημέραν και νύκτα περιποιούμενοι φιλοφρόνως τον ασθενή.

Είθε ο πανίσχυρος Ζευς να σας συμφιλιώση δι' εμού της ασθενούς, της ασθενεστάτης! Πόλεμος μεταξύ υμών θα ήτο ως να εσχίζετο ο κόσμος και το εκ τούτου χάσμα αυτού να πληρωθή νεκρών. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν εννοήσης τον αίτιον του πολέμου τούτου, δείξε προς αυτόν την δυσαρέσκειάν σου· διότι δεν είναι δυνατόν τα σφάλματά μας να είναι τόσον ίσα, ώστε και η αγάπη σου να διανέμεται εξ ίσου μεταξύ μας.

Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου. — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε. Και διήλθεν. Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη. Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν. Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν: — Ακτή, πού είναι η Λίγεια;