United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώραν καθ' ην είχον εξέλθη της πόλεως ο καπετάν Θοδωρής, η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες των, αυγή-αυγή, τέσσαρες οπλοφόροι επεβιβάζοντο είς τινα σκοτεινόν και απότομον της Κεχρεάς ορμίσκον, Μανδράκι καλούμενον, προς τας δυτικάς της νήσου ακτάς.

Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κοροΐδευε. Αι! της έλεγες· αι! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κιαυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνη κάθε φωνή.

Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός: — Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα! Αλλ' ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχαρή, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν. Ηδύνατο ο Μανώλης να παρατηρήση και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ' ίσως του διέφυγε τούτο.

Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλάκακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλότο Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;

Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον.

Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού. Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος Θοδωρής. Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω κόπω.

Αλλά πώς είχον μυρισθή την υπόθεσιν, κ' είχον λάβει είδησιν, όλες η μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι' ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο άλλος ο Βασίλης ο Κουλός, κι' ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι' ο Γιάννης ο Κιώρης, κι' ο Αλέξης το Φανάρι, κι' ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθή η είδησις, ότι την περασμένην νύκτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον καί τινα υφάσματα.

Ακόμη προ αυτών έφθασαν, αν και τελευταίοι είχον αναχωρήσει, ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος κι' όλοι οι ξυπόλητοι μοσχομάγκες του τόπου. Ήρχισαν δε πάραυτα να εργάζωνται προς ανέλκυσιν των ναυαγίων από τον πυθμένα.

Αλλά πολύ μεγαλειτέραν εργασίαν έκαμναν ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Γλάρος κι' ο Ψόφος, και οι λοιποί. Ούτοι χωρίς να φοβώνται ότι θα κρυώσουν, εγυμνώθησαν από τα ολίγα ράκη που εφορούσαν, έδιναν διαρκώς βουτιές, έφθαναν δύο ή τρία μπόγια εις τον πυθμένα, κ' επανήρχοντο εις τον αφρόν, φέροντες πάντοτε όσην ηδύναντο να σηκώσουν λείαν.

Και μέσα εις τα τραγούδια των καλεσμένων, επανέλαβε και ο καπετάν- Θοδωρής το τραγουδάκι του, όπου πρώτην φοράν το είχε τραγουδήσει εις το Ρεύμα της Κεχριάς, αλλά υπό λυγμών ιεράς συγκινήσεως διακοπτόμενος τώρα, διότι είδε την επαλήθευσίν του.