United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρισε τότες κι' έκραξε προς το στρατό των Τρώων να μπούνε απάνου απ' το τειχί· κι' εκείνοι ακούν το λόγο, κι' άλλοι από πάνου μονομιάς πηδούσαν, άλλοι πάλι χύνουνταν μέσα απ' τη μπασιά. Σκορπούν τότε οι Αργίτες 470 κατά τα πλοία εδώ κι' εκεί, και γόνα πήγε ο κρότος.

Και το χαμόγελο αυτό, η όψη της η ανθισμένη σα να τον ξεκούρασαν απ’ τη λύπη του μονομιάς, σα να τούδωσαν κάποιο θάρρος αλοιώτικο και μίαν ελπίδα αόριστη για κάτι καλό πούτονε νάρθη, αφάνταστο.

Μονομιάς θα το δήτε, πως ο ίδιος ο μάστορης που έπλασε της Ασήμως την ομορφιά, έχυσε και του Πανάγου τη χάρη. Μα του Πανάγου με κάτι πιώτερη γνωρισιά. Την ομορφιά την περέχυνε κάποια σα μελαχολία, σα σοβαρότη, που έλειπε ολότελα από της μαζώχτρας την όψη. Έπειτα χείλη πιο παχουλούτσικα, σαγώνι πιο στρογγυλωτό.

Πούτον αυτό το παιδί, κέτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος; Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακρυά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν.

Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός.

Πόσα θέλετε, τόνε ρώτησε ο Αγαθούλης, για να με πάτε κατ' ευθείαν στη Βενετία, εμένα, τους ανθρώπους μου, τις αποσκευές μου κι' αυτά τα δυο πρόβατα; Ο πλοίαρχος ζήτησε δέκα χιλιάδες πιάστρα· ο Αγαθούλης δεν αντέτεινε. — Ω! ω! είπε μέσα του ο πονηρός Βάντερντέντουρ, αυτός ο ξένος δίνει μονομιάς δέκα χιλιάδες πιάστρα! Πρέπει νάναι πολύ πλούσιος.

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

Ο Θεός να φυλάη τις κοπελλιές μας από τέτοιους! Το καινούριο αυτό το σούσουρο, το μεγαλήτερο, τόφαγε μονομιάς τάλλο, το μικρότερο. Μήτε Βεζίρης να είτανε η Ασήμω δεν θα τα κατάφερνε πιο ομορφότερα. Με δυο της κρυφές σαϊτιές γλύτωσε το κεφάλι της από το φοβερό το περιγέλοιο του κόσμου, και χαντάκωσε τον Πανάγο μες σε χίλιες φορές πιο φοβερώτερη καταβόθρα.

Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν' απελπιστή εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπηττα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί.

Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει.