United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευχαριστιότανε ο Δάφνης που δεν τον επίστευε κι αφού εστάθηκε στη μέση του κοπαδιού κ' έπιασε με το ένα χέρι γίδα και με τάλλο τράγο, ορκιζότανε ν' αγαπάη τη Χλόη όσο θα τον αγαπούσε· κι αν προτιμήση άλλον από το Δάφνη να σκοτωθή αυτός, αντί για κείνη.

Η δύναμη όμως της Θεοδώρας απάνω στον Ιουστινιανό δεν είταν ασήμαντη, κι αυτό μας ξηγάει γιατί ο Ιουστινιανός έβγαζε απανωτά διατάγματα που 'τόνα έρριχτε τάλλο, μια καταδιωγμός, μια συβιβασμός. Το βέβαιο είναι πως στο τέλος νίκησε της Θεοδώρας το κόμμα. Τον έπεισε δηλαδή η Θεοδώρα τον άντρα της πως παραχωρώντας πού και πού μπορεί να φέρη τους Μονοφυσίτες από της ορθοδοξίας το μέρος.

Δεν έχω ανάγκη να σας πω που η αττική, σαν που την ξέρουμε σήμερα και σαν που την έγραψαν, είταν κοινή γλώσσα. Για τούτο η αττική έχει τόσες ανωμαλίες· οι κοινές γλώσσες είναι πάντα ανώμαλες, γιατί παίρνουν από το ένα χωριό κι από τάλλο, κ' έτσι μορφώνουνται. Σε κάθε χωριό μιλούν παστρικά τη γλώσσα που μιλούν, κ' ένας φωνολογικός ή μορφολογικός νόμος δεν έχει ποτές εξαίρεση καμιά.

Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο, έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο• κι' όταν εγινόταν πάλι, έπεφταν σε στενοχώρια καιαπελπισία μεγάλη• κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλο συμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο. Ανεμένα θα πεισθήτε, έχετε καιρό ακόμη και μπορείτε να σωθήτε.

Τα μαζώνεις, τα βάζεις το ένα με τάλλο, τα ταιριάζεις. Άξαφνα βγαίνει το νόημα. Βγαίνει κ' η αλήθεια. Την ξεσκίζουμε, για να μην τη διούμε. Μα σκύφτεις εσύ και την πιάνεις. Αν είταν τίποτις, πολύ πιο φρόνιμα θάκαμνε, πολύ πιο σωστά να μου το πη, για να το ξέρω. Σκέψου το, Λέλα. Δε θα θύμωνα· δε θάλεγα λόγο. Αχ! μόνο να την κλειδώσω, να βάλω και μάνταλο, για να μην της γράφη κανένας πια.

Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.

Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκριο, κι απλώνουμε χέρι σ' ένα μισοπνιμένο. Σωστή χριστιανή η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι ποτές δε θα το μάθη τι έδωσε της γειτόνισσας με τάλλο το χέρι της. Τέτοιες βιολέττες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές.

Κορύβαντες και Πάνες! ου! τώρα μου φορτώθηκε κι' άλλο κακό μεγάλο, χειρότερ' από τάλλο! Έλα μαζύ μου απ' εδώ και μη με κοροϊδεύης. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε θα με κομματιάσετε, κακός ψυχρός σας χρόνος! Β' ΓΡΑΥΣ Σ' εμέ ναρθής προστάζουνε του νόμου τα γραμμένα. Γ' ΓΡΑΥΣ Όχι κι' αν έβγη μια γρηά πειό άσχημη από σένα.

Πότε στον ίσκιο της ταράτσας, πότε δίπλα στο παραγώνι καθόντουσαν οι δυο αγαπημένοι και διάβαζαν ένα με τάλλο τα παλιά χερόγραφα. Κάποτε διάβαζε ο Δημητράκης κι άκουε η Ελπίδα, γνέθοντας τη ρόκα της. Μα τις περισσότερες φορές διάβαζε η κόρη κι άκουε ο νιος. Άκουε και κρεμότανε από τα χείλη της. Οι φράσες κυλούσαν ξάστερες, ζωντανές κι αρμονικές σαν το γάργαρο νερό από τα χείλη μιας βρύσης.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.