United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς σ' όνειρο να κυνηγάς δε δύνεσαι όπιον φέβγεικι' εσύ να πιάσεις δε μπορείς κι' ούτε να φύγει εκείνος200 το ίδιο δεν κατόρθωναν κι' οι διο τους πιλαλώντας μήτε να πιάσει ο ένας τους μήτε να φύγει ο άλλος. 201 Κι' έγνεφε με την κεφαλή στ' ασκέρι ο Αχιλέας 205 κι' αμπόδαε σαϊτιές πικρές να ρήξουν, μήπως άλλος προτύτερά του δοξαστεί τον Έχτορα βαρώντας.

Με την ελπίδα, λοιπόν πως έτσι θα το προλάβουν το κακό, σηκώνουνται στάρματα, επικεφαλής τους ο φιλόσοφος ο Ολύμπιος, κράζοντάς τους να πεθάνουνε διαφεντεύοντας τους αρχαίους βωμούς. Και σα μαζεύτηκαν όλοι πήγαν και κλείστηκαν ίσια ίσια μες στο ναό, κι από κει πότε ρίχνανε σαϊτιές, και πότε ξεχύμιζαν και ζυγώνανε με τους άλλους και τους χτυπούσαν.

Κυρά μου, εφώναξεν, εσύ μου εσήκωσες τον λογισμόν μου, εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τες σαϊτιές που μου δίνεις· δος μου άδειαν να ημπορέσω να σου φιλήσω το χέρι, και να βάλλω το κεφάλι μου υποκάτω εις τους πόδας σου. Έτσι λέγοντας ετούτος ο ταλαίπωρος αγαπητικός, έπεσε κατά γης, ωσάν ένας που είνε έξω του εαυτού του, και παίρνοντας το χέρι της κυράς το εφίλησε με πολλήν τρυφερότητα.

Τότες ο Τέφκος απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα «Τ' Ατρέα δοξασμένε γιε, τι με κεντάς να ρήχνω; Τί, δεν το θέλω εγώ; Όσο καν πηγαίνει η δύναμή μου, δεν πάβω, μόνε απ' τη στιγμή που τσάκισαν και φέβγουν, 295 όλο φιλέβω σαϊτιές και τους οχτρούς σκοτώνω. Ως τώρα οχτώ τους έρηξα τριπλόδοντες σαΐτες, κι' όλες σε σάρκες μπήχτηκαν παλικαράδων Τρώων, μα αφτόν ν' αγγίξω δε μπορώ, το λυσσασμένο σκύλο

Σμιθέα! αν στόλισα κι' εγώ την όμορφη εκκλησά σου, αν σούκαψα καμιά βολά μεριά γιομάτα πάχος 40 αρνιών και τάβρων, ξάκουσ' τον τώρα μου αφτό τον πόθο· με σαϊτιές σου οι Δαναοί τα δάκρια ας μου πλερώσουνΕίπε, και την κατάρα εφτύς συνάκουσε ο Απόλλος.

Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.

Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στάθηκαν οι λόχοι. Μα άρχισαν κείθε οι Δαναοί ναν τόνε σημαδέβουν, και σαϊτιές του ρήχνανε και τον πετροβολούσαν. 80 Τότε έκραξε με μια φωνή μεγάλη ο Αγαμέμνος «Σταθείτε, παλικάρια μου! Αργίτες, μη βαράτε! Σα να ζητάει ο Έχτορας να μας μιλήσει κάτι

Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους, 195 μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν, γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.

Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν' αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! — Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τάλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.

Τις σαϊτιές τις τινάζανε χυμίζοντας ή και φεύγοντας μ' αλάθευτη τέχνη. Θεοί τους είταν ο Ήλιος και το Φεγγάρι. Τους κυβερνούσαν εικοσιτέσσερεις αρχηγοί, κι όταν είχανε μεγάλα ζητήματα, μαζεύουνταν όλοι καβάλλα και συναγροικιούνταν αρματωμένοι. Αιώνες κ' αιώνες τους πολεμούσαν οι Κινέζοι απέξω από τον απέραντο τοίχο τους.