United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.

Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος. ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός.. . Η βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ; ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. — Αινόβαρβε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!

Μην ξέρτε κι' άλλους πίσω μας βοηθούς που καρτεράνε, 735 ή κάναν πύργο πιο γερό που στέκει να μας σώσει; Κάστρο δεν ξέρω εγώ κοντά πυργόφραχτο κανένα που μ' άλλη δύναμη από κει ξανά ν' αντισταθούμε. Τρώες εδώ μας τριγυρνούν με σπάθες με κοντάρια, κι' εμείς σπρωγμένοι ως στο γιαλό αλάργα απ' την πατρίδα. 740 Έτσι η ολπίδα στο σπαθί, όχι σε δείλια κι' όκνο

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.

Μον κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο 150 πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. Και πες, μη βάλει θάνατο στο νου του ή κάνα φόβο· τέτιο οδηγό τουτον Ερμήθα στείλουμε μαζί του, που θαν τον πάει ως που ίσα κει να φτάσουν στ' Αχιλέα.

Μον κάναν κράχτη γέροντα πάρε που να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότροχο τ' αμάξι, και στο κάστρο πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. 180 Και λέει, μη βάλεις θάνατο στο νου σου ή άλλο φόβο· τέτιο οδηγό σουτον Έρμηθα στείλουμε μαζί σου, που θα σε πάει ως που ίσα κει να φτάστε στ' Αχιλέα.

Ενώ δε ούτος απειλεί την Ιουλιέταν ότι θα την σύρη μέχρι της εκκλησίας και ότι θα την ραπίση, ότι τον τρώγουν τα δάκτυλά του, κατά την αγγλικήν έκφρασιν, ο Ρήγας, βιαιότερος του Καπουλέτου, Σηκόνεται απ' το θρονί και προς εκείνην 'πάγει, με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τα χέρια, κ.τ.λ. Και η μήτηρ δε της Αρετής, καθώς την μητέρα της Ιουλιέτας, Ωσάν εχθροί εις τα παιδί τους 'κάναν.

Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.