United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο 150 πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. Και πες, μη βάλει θάνατο στο νου του ή κάνα φόβο· τέτιο οδηγό τουτον Ερμήθα στείλουμε μαζί του, που θαν τον πάει ως που ίσα κει να φτάσουν στ' Αχιλέα.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Η άλλη, την ψυχή του Ελληνισμού. Κάθε οργανισμός, πολιτικός, κοινωνικός ή ψυχικός, όπως θέλεις πες τον, γίνεται κέντρο, που γύρω του μορφώνονται ιδέες και συγκεντρώνεται, ό,τι μπορεί το κέντρο να τραβήξει περισσότερο. Η μια επίστευε και φώναζε, να μεγαλώσει όπως όπως η Ελλάδα.

Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο, και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια, ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι, 190 να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει, ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει.

Ίσως των έρμων μια σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω και τ' απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. 40 Μα αφτή η δουλιά αδοκίμαστη καιρό δε θα τραβήξει είτε απολέμιστη... ότι βγει, καν θάνατος καν νίκηΕίπε, κι' ευτύς μια κονταριά τού σφίγγει στην ασπίδα, μα δεν την έσκισε ο χαλκός, μον μες στη στέρια ασπίδα στράβωσε η μύτη.

Έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω και μια στιγμή μου φάνηκε πως από την ώρα, που πάτησα το νησί αυτό, λησμόνησα όλα όσα είχανε τραβήξει τη σκέψη μου τόσον καιρό, όλη τη νευρικότητα, όλους τους δισταγμούς, τους δόλους, τους υπολογισμούς, όλον τον αγώνα να βιάσω τη γυναίκα μου να αιστάνεται όπως εγώ.

Μον κάναν κράχτη γέροντα πάρε που να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότροχο τ' αμάξι, και στο κάστρο πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. 180 Και λέει, μη βάλεις θάνατο στο νου σου ή άλλο φόβο· τέτιο οδηγό σουτον Έρμηθα στείλουμε μαζί σου, που θα σε πάει ως που ίσα κει να φτάστε στ' Αχιλέα.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα: «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται... Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του. — Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε.

Έστησαν πεισματωμένη μάχη μπροστά στα πλοία οι διο στρατοί και σφάζουνται, ζητώντας οι Δαναοί τον Πάτροκλο να σώσουν, κι' οι Δαρδάνοι στ' ανεμοφύσητο καστρί λυσσάνε να τον σύρουν. Κι' απ' όλους πρώτα ο Έχτορας ναν τον τραβήξει ως μέσα 175 τόβαλε πείσμα, τι έταξε απ' το λαιμό να κόψει και σε παλούκια τ' όμορφο κεφάλι ναν του μπήξει. Μα σήκω πια, μην κάθεσαι!