United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· 315 ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε.

Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. 530

Άλλος άνθρωπος αν είτανε, θάλιωνε ίσως από ντροπή, να το βλέπη μονάχα το σημάδι εκείνο της δόξας ύστερ' από τέτοιο ρεζίλι. Μα ο Νέρωνας, όχι άνθρωπος, μήτε τύραννος δεν είταν κοινός. Είταν η ψυχή του χυμένη από μπρούντζο. Κι άμα βγήκε η απόφαση και στεφανώθηκε, ανέβηκε κάπου και στάθηκε να τον καμαρώσουν κι αυτόν και τη δυνατή του φωνή, επειδή ο ίδιος έκαμνε και τον κράχτη της νίκης του.

Μον κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο 150 πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. Και πες, μη βάλει θάνατο στο νου του ή κάνα φόβο· τέτιο οδηγό τουτον Ερμήθα στείλουμε μαζί του, που θαν τον πάει ως που ίσα κει να φτάσουν στ' Αχιλέα.

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.

Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα 360 σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα.

Και δεν τους είδε πριν κανείς, θες άντρας θες γυναίκα, παρά η Κασσάντρα η όμορφη σα χρυσωπή Αφροδίτη στην άκρη ανέβη και θωράει το γέρο της πατέρα 700 όρθιο με τον καλόφωνο μέσα στ' αμάξι κράχτη, και το νεκρό 'δε πούφερναν τα διο μουλάρια πίσω στο στρώμα απάνου πλαγιαστό.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι, πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτιαΕίπε, και ζητωκράβγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη. Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος 405 «Νιδιέ, να! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο, τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω.