United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειτα έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμενα υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν. Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική και άσματα.

Ακολουθώντας την πρώτη προσταγή κλείνουν οι Βασιλικοί αξιωματικοί τα θέατρα, τα λουτρά και το Ιπποδρόμιο. Σταματούν το σιτηρέσιο, και στήνουνε κριτήριο καταμεσή στο Φόρο, τάχα να βρουν τους ενόχους. Αλυσοδεμένους τους έφερναν εκεί πέρα όλους τους πλούσιους. Αντίς ανάκριση δούλευαν τα βασανιστήρια, κι όσο για τις απόφασες, Θεός κ' η ψυχή τους.

Το ρεύμα του ποταμού είναι μέγα και πολύ και θολερόν, αι δε νήσοι πολύ πυκνά κείμεναι μεταξύ των χρησιμεύουν προς αλλήλας ως σύνδεσμοι ώστε να σταματούν τα χώματα· διασταυρούμεναι και μη ευρισκόμεναι κατά σειράν δεν αφήνουν τα ύδατα να ρέουν κατ' ευθείαν προς το πέλαγος. Είναι δε μικραί και έρημοι.

Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετούσε Αργοσκοτώστης, 345 και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη. Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν 350 στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.

Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος, διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι, έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ έφριττες και διεμαρτύρεσο. — Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε σπουδάζων.

Δι' αυτό λοιπόν τους υποβάλλουν όλους μαζί εις την ιδίαν κόπωσιν και συγχρόνως τους αφίνουν να τρέξουν, και συγχρόνως τους σταματούν από το τρέξιμον και από την πάλην και από όλους τους σωματικούς κόπους. Νέος Σωκράτης. Έτσι είναι. Ξένος.

Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. 530