United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με τα μικρό κοπέλλι του και με τα δυο σκυλιά.

Καθόντουσαν τότε με τη θεια της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάη μια μέρα με κάτι φίλους πούχαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ' είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια.

Στις πόλεις ακόμη επιστήμονες γιατροί ήσαν λιγοστοί. Κι' από τους πραχτικούς οι περισσότεροι ήσαν μοιράρηδες, δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζή. Αυτοί, αντί να ζητούν τη διάγνωση της αρρώστειας στα συμπτώματα και τη γενική κατάσταση του άρρωστου, τη ζητούσαν στα μοιροχάρτια των, πούχαν ανακατεμένη τη θεραπευτική και τη μαγεία. Ένα τέτοιο γιατρό κάλεσε η μητέρα μου να μεξετάση.

Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’ το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα. Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . . Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω. Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . . Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι.

Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε. Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης!

Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε. Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης!

Κιαυτό θα ήτο η εσχάτη προσβολή κατά των Τούρκων και της θρησκείας των. Μια μόνη διέξοδο έβλεπε· να είνε στο φανερό τούρκος και στο κρυφό χριστιανός. Οι περισσότεροι στην Κρήτη πούχαν τουρκέψει και τούρκευαν, αυτή την απόφαση έπαιρναν. Γιαυτό κιαλλαξοπίστιζαν όλοι μαζή οι κάτοικοι των χωριών.

Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. 530

Κι' εκείνοι μόλις έφτασαν στου γέρου την καλύβα, ατοί τους πέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, κι' έλυσε τ' άτια ο παραγιός του γέροντα, ο Βρυμέδος. 620 Εκείνοι τότε απ' τα σκουτιά ξεστέγνωσαν τον ίδρο, κατά τ' αγέρι στέκοντας ομπρός στ' ακροθαλάσσι· έπειτα μέσα μπαίνουνε και στα σκαμνιά καθίζουν Τότες τους έφτιασε χυλό η όμορφη Εκαμήδη — π' απόχτησε απ' την Τένεδο ο γέρος, όταν πήρε 625 ο Αχιλέας το νησί — τ' Αρσίνου η θυγατέρα, πούχαν του γέρου οι Δαναοί χωρίσει μέσα απ' όλο το πράμα, τι είταν στη βουλή ο πιο ολωνών σοφός τους.

Υφάσματα βαρβαρικά εκρέμασε στους τοίχους, με τα ευκολοκίνητα τα πλοία, πούχαν έλθη ενάντια στους Έλληνας, κι' άνδρες ιπποκενταύρους, μα και κυνήγια ελαφιών και λιονταριών κι' αλόγων.