United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Όμως δε βγάζεις τίποτα, μον που θα με κρυώσεις χειρότερα· και πιο πολύ αφτό θα σου κοστίσει. Τάχα κι' αν έγινε ότι λες, θα πει πως έτσι θέλω. Μον κάτσε κάτου φρόνιμα κι' αγρίκα μου τα λόγια, 565 μη σηκωθώ, κι' όλοι οι θεοί που βρίσκουνται εδώ γύρω δε σε γλυτώνουν, έτσι εγώ χουφτιάσω τα μαλλιά σουΕίπε, και σκιάχτηκε η κυρά, η γελαδόματη Ήρα, και την καρδιά της έσφιξε πια λέξη να μη βγάλει.

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτα ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλια το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτο συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμισκί του 'ςτο χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια. — Την πάλλα του τη φυλάν 'ςτην Πόλη μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος.

Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.

Έτσι είπε, και της τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. 395 Σαν ένιωσε όμως της θεάς τ' αχτιδοβόλα μάτια. τα χαριτόμορφα λαιμά, τα στήθια που μαγέβουν, σκιάχτηκε τότες κι' άνοιξε τα χείλια ναν της κρίνει «Καλότυχη, τι θες μ' αφτά το νου να μου πλανέσεις; Μη θες πιο πέρα να με πας σε κάμια πλούσια χώρα, 400 στη Μαιονιά είτε στη Φρυγιά με τα πολλά τ' αμπέλια, αν έχεις κάνα νιο κι' εκεί ακριβαγαπημένο; Πώς τάχα τώρα νίκησε τον Πάρη ο γιος τ' Ατρέα και θέλει πίσω σπίτι του την έρμα να με πάρει, τώρα γι' αφτό μού κόπιασες με τα πλανέματά σου; 405 Σύρε σιμά του κάθησε και τους θεούς παραίτα, κι' ας μη σε παν τα πόδια σου στον Έλυμπο πια πίσω, Μον πάντα τυραγνιού μ' αφτόν και βλέπε τον στα μάτια ως που ή γυναίκα ή σκλάβα του στο τέλος να σε κάνει.

Την κόρη δεν τη δίνω εγώ!... παρ' όταν πια γεράσει απ' την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ' Άργος, 30 τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου... Μα σύρε! μη μ' ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγειςΕίπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' αγρίκησε το λόγο.

Όμως και τ' άλλα ακόμα να βγάλει πλουμιστά άρματα δε μπόρεσε απ' τους ώμους, τι οι χτυπησές τον στένεβαν. Και σκιάχτηκε των Τρώων το δυνατό διαφέντεμα, που τόσοι εκεί, ένας κι' ένας, στάθηκαν στο νεκρό σιμά βαστώντας τα κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, 625 πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στην καρδιά της μάχης.

Αυτή τη βολά το σκιάχτηκε το μάτι μου, κυρ γιατρέ... Στην αρχή, δόσαμε με το κινίνο, πού να βρεθή κι αυτό σε τέτοια φτώχεια. Τόστειλε κ' η νουνά του μια κούπα μαντζούνι... Ντε! να το πάρη απάνω του. Τριτόημερα και κάψα, τριτόημερα και κάψα. Είπα τότε τ' άντρα μου, να πουλήσουμε και τ' άλλο το βόιδι μας κι ό τι θέλει ο Θεός, ας γίνουμε. Πού να θελήση να μ' ακούση κι αυτός ο γρουσούζης.

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. 260 Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γέμια τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα· και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο.