United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε.

Συντρίβω με τα χέρια μου την εξουσία του πατέρα. ΜΙΣΤΡΑΣΜιλείς σοβαρά Τάσσο για ειρωνεύεσαι; ΦΛΕΡΗΣΠερισσότερο από σοβαρά. Μου έρχεται να σηκωθώ απάνω και να τους φωνάξω. Αγαπηθήτε, αγαπηθήτε, παρθήτε, γινήτε ένα. Δεν μπορείτε να ξαναγυρίσετε δυο φορές στην ευτυχίαν αυτή. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο, είσαι άλλος άνθρωπος. ΦΛΕΡΗΣΌμως, άκουσε γιατρέ. Έρχονται προς τα εδώ.

Θα ψυχομαχώ. Να φωνάξω, νάρθη κανένας! Δεν έχω φωνή. Να σηκωθώ, να τρέξω, να φύγω. Δεν μπορώ. Πιάστηκαν τα πόδια μου από το φόβο. — Έχω πιστόλι στο σερτάρι. Για να δω! Τέσσερεις και κάρτο. Θέλω να καθήσω ήσυχα στο κρεββάτι, να μετρήσω τα καρδιοχτύπια μου ένα ένα, ώςπου να σωθούνε. Να κάμω κουράγιο. Τι να παλαίβω τώρα; Έγινε πια το κακό. Σε λίγη ώρα... Είναι σαν τα κύματα που τρεμοπηδάνε.

Ώστε, φίλοι διπλωμάται, τι ακόμη καρτερείτε; Πρέπει όλοι σας με τόνον εις τον Βίκονσφηλδ να πήτε Πως δεν δίδεται η Κύπρος εις αυτόν ή εις εκείνον, Επειδή και είνε χώμα της πατρίδος των ελλήνων. Ειδ' αλλέως εγώ πάλιν μοναχός θα σηκωθώ Να διαμαρτυρηθώ.

Δεν μπορεί να κουνήση, γιατί πρώτα πρέπει να συλλογιστή τι μέρα θα φύγη· αν τύχη να είναι τρίτη, χάθηκε ο κόσμος. Αν άξαφνα το πρωί, εκεί που τρέχει στη δουλειά του, ανταμώση στο δρόμο έναν παππά, γυρίζει πίσω. Κάθεται και πάει να σηκωθή· στέκεται και πάει να καθήση· λέειΤι θέλει ο Θεός, να σηκωθώ ή να καθήσω; Κάνει βίζιτα ενός φίλου του· μα σκουντάφτει στη σκάλα· θα πη πως κάτι θα πάθη.

Τότες του λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα «Τι λόγος πάλι αφτός που λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου; 330 Αν τώρα αγάπη να χαρείς αποθυμάς στης Ίδας το Ξέφαντοκι' είναι όλα τους ορθάνοιχτα τριγύρωμα τι θα κάνουμε αν μας δει κάνας θεός αιώνιος αγκαλιασμένους κι' έπειτα ναν το προφτάσει τρέξει μες στους θεούς; Πώς τότες θες να σηκωθώ απ' αγάπες 335 και να φανώ στον πύργο σου μες στη γλωσσιά στα λόγια; Μα αν πια το θέλεις κι' η καρδιά σ' τ' αποθυμάει, να! έχεις γιατάκι που στον Έλυμπο σούχει φτιασμένα ο γιος σου, ο Ήφαιστος, με ταιριαστά στους παραστάτες φύλλα· εκεί σα θέλεις αγκαλιά, εκεί στο στρώμα ας πάμε340

Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ.

Δε θα με λυπηθή και κανένας; Γίνεται να πεθάνω, που έχω τόσα να κάμω, που έχω τόσα στο νου μου; Όχι! τέτοιο άδικο πράμα δε γίνεται! Σηκώνουμαι και παλαίβω και σκοτώνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Έχω δύναμη ακόμη. Νοιώθω πως έχω. Θα σηκωθώ. Να πεθάνη αφτός, μια πιστολιά και σώνει, να ησυχάσουμε όλοι. Να μπουν όλα σε τάξη. Αχ! να μπορούσα μόνο να κουνήσω το πόδι! Ή να σκοτωθώ, να τελειώση;

Τέλος μου δίνει μια και με ξαπλώνει τ' ανάσκελα στο κουτρούλι. Κ' έκαμα ώρα για να σηκωθώ από κει!... Τι μου λες τώρα του λόγου σου; — Ε! δε λέω πως είμαστε στα νιάτα μας· είπε η γριά χασκογελώντας για το πάθημα του γέρου. Μα όχι πως μας πλάκωσε κι ο Χάρος. — Μωρέ σαν έρθη, καλώς νάρθη· θαρρείς πως τον φοβάμαι; Τι θ' απογίνη το κορίτσι συλλογέμαι. Βλέπεις, ο Χαγάνος ούτε ρωτάει πια για δαύτη.

Λέγει του η μάγισσα· ω ψυχή μου, αγαπητέ μου, φανέρωσέ μου καθαρά ποία είναι η ρίζα, που μου λέγεις; Της απεκρίθη ο βασιλεύς· ω αστόχαστη και κακόγνωμη γυναίκα, δεν καταλαμβάνεις διά ποίαν αιτίαν λέγω; είναι αυτή η πολιτεία, οι κάτοικοί της και τα τέσσαρα νησία της, τα οποία όλα εσύ με τας μαγείας σου αφάνισες από το πρόσωπον της γης· κάθε μεσονύκτιον τα ψάρια αυτής της λίμνης σηκώνουν τα κεφάλια τους εις την επιφάνειαν της λίμνης, και φωνάζουν εκδίκησιν εναντίον μου και εναντίον σου· ύπαγε γρήγορα να τα μεταμορφώσης όλα εις την πρώτην των κατάστασιν, και γυρίζοντας σου δίδω το χέρι μου διά να με βοηθήσης να σηκωθώ, και τότε θέλω σε ευχαριστήσει εις όλα σου τα θελήματα.