United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395 χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, καιτο Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει• και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, όπως τρομάξη άλλος πτωχόςτο εξής να σ' απατήση». 400

Τόσο σε ξέρα θάλασσας το κύμα δε βουήζει, σαν το θεριέβει οχ τα βαθιά κακού βοριά φουρτούνα· 395 τόσο δεν τριζοσαλαγάει μήτε η φωτιά, άμα αρχίσει πέφκους να καίει αρίφνητους σε βουνοπλαγιά κι' όρη· τόσο δε σκούζει ο άνεμος σ' ορθόκλαρα τριγύρω λογγόφραξα, όπου πιο πολύ μουγκρίζει σα φρενιάσει, όση φωνή τότε άχησε απ' Αχαιούς και Τρώες, 400 σα χοίμισαν να φαγωθούν κακόστριγγα αλυχτώντας.

Έπαθε ο Άδης ο βαθύς μια σαϊτιά κι' εκείνος, 395 όταν στη μέση των νεκρών, στην Πύλο, ο ίδιος πάλι του Δία ο γιος τον πλήγωσε κι' αφάνισε στους πόνους.

Οπωσδήτοτε η παράδοσης αύτη αναφέρει ότι το Αρκάδι εκτίσθη υπό την επιστασίαν της αρχαιοτάτης μονής του Αγίου Αντωνίου, ήτις σώζεται και σήμερον, εις απόστασιν ημισείας ώρας, ως μετόχιον του Αρκαδίου. Κατά την μαρτυρίαν δε ταύτην, το Αρκάδι εκτίσθη το 395 και η πρώτη καταστροφή την οποίαν υπέστη συνέβη κατά την κατάληψιν της νήσου υπό των Σαρακηνών εν έτει 823 .

Και εις το καράβι ως έφθασα κάτωτο περιγιάλι, όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια. τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395 ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης• ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη με σκληρά λόγια, καιαυτό κινεί και τους συντρόφους». 395

Μα καθώς είδε στα γοργά καράβια πως χοιμούσαν 395 οι Τρώες, και μ' οχλοβουή πως φέβγανε οι Αργίτες, τότε ώχουμου ξεφώνισε, και μ' ανοικτές τις χούφτες τα διο του γόνατα χτυπάει και λέει θρηνολογώντας «Βρύπυλε, εγώ πια δε μπορώ, κιας έχεις τόσο ανάγκη, να μένω εδώ, τι κοίτα να! κακό μεγάλο ανάβει· 400 ο παραγιός σου ας σε νιαστεί. Εγώ στον Αχιλέα θα τρέξω, και στον πόλεμο να βγει θαν του προσπέσω.

Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395 Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους, Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία, Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400 Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν, Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.

Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Να, αρχοντοπούλες βρίσκουνται στη Φτιά και στην Ελλάδα 395 πολλές, γεννήματα αρχηγών π' ορίζουν πολιτείες, κι' όπια τους θέλω, τέρι εγώ την κάνω αγαπημένο.