United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κυρά και ο Κουλούφ εκάθησαν εις την τράπεζαν, και ο σκλάβος έστεκεν ορθός· και καθώς ο σκλάβος έδιδεν ευχαρίστησιν της Δηλαράς με τα μέτωρά του, εζήτησε θέλημα από τον αγαπημένον της, διά να τον βάλη να καθήση εις την τράπεζαν με αυτούς. Ο Κουλούφ αφού και έκαμε κάποιες εναντίωσες, τον επρόσταξεν και εκάθησεν ανάμεσόν τους, και άρχισαν διά να φαν.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον. — Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή. — Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος. — Τον ιατρόν. — Δεν είναι δα και τόσον νέος. — Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία. — Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα! — Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως των!

Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ' έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν την φοράν.

Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα υπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνε σας!

Αχ ιατρέ μου, είπεν η Κυρά Λοξή, ενώ ο ιατρός εγέμιζε τα ποτήρια. Ας ήθελες να γείνης βουλευτής μας! Τον κόσμον θα έκαμνα άνω κάτω να μην αποτύχης! — Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν το έχω σκοπόν. Αντί εμού, λάβε υπό την προστασίαν σου τον συνάδελφόν μου εκεί κάτω, πού το νοστιμεύεται. Και προσφέρων τα ποτήρια, — Εις υγείαν σου, Κυρά Λοξή, και... εις του αγαπητικού σου! — Εις υγείαν σου, ιατρέ μου.

Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω.

Τον ίδιο σκοπό έχω κ' εγώ· τις ίδιες ελπίδες. Μη δεν είμαι παιδί του πατέρα μου; Θαν τα δουλέψουμε τα χωράφια· μα θαν τα δουλέψουμε αλλοιώς. Άλλος καιρός τότε άλλος τώρα. Για τούτο κ' εγώ θα πάρω άλλο δρόμο. Δε θαν τα οργώσω τα χωράφια εφέτος· θαν τα σκάψω. — Θα φυτέψης αμπέλι; τον έκοψε η κυρά Πανώρια. — Όχι· θα ξερριζώσω κ' εκείνο το λίγο.

Κάποιος μεγάλος τεχνίτης του παλαιού καιρού τον είχε κατασκευάσει από ένα ιδιαίτερον ξύλο ελαφρό και στερεό και εβεβαίωνε πάντοτε η κυρά Διαμάντω, ότι μ' εκείνον τον εργαλειό η εργασία εγίνετο γρηγορώτερα παρά με κάθε άλλον.

ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη· πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο, μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνί σου οι Ώρες· αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους, που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν.