United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκλάβοι τους δεν είμαστε. Ο νους είναι που ζωντανέβει τη γραμματική. Φτάνει νάχουμε μια ιδέα, να τρέμη η καρδιά μας, και βλέπετε αμέσως και τη γλώσσα να χύνη όλα της τα λουλούδια· βλέπετε την κάθε λέξη να λάμπη σαν ολόφωτο φεγγάρι. Ξέρω τι θα με πήτε· δεν έγραψαν πάντα μήτε σ' όλους τους τόπους τη γλώσσα που μιλούσαν . Είναι βέβαιο.

Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου νάχης τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισιάς. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος μας τύχη και μισονοιώση τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνη μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το σηκότι σου.

Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι' άρχισε να χύνη τόσα δάκρυα απ' τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλλωμένη, που δεν είχε δουλευτή ποτέ, και τώρα μόνο άρχισε να ξεχειλίζη.

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα• ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, όπωςτα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• αλλάτα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, 'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.

Και ξέρει μέσα εκεί βαθιά να βρίσκη και να χύνη του πιο υψηλού αγαθού μια ακτίνα ολάστραφτη, γλυκειά μια ακτίνα απ τη γαλήνη του ξάστερου ουρανού. Ευτυχισμένε, αφού οι καλοί θεοί σου έχουν δωρήσει τόσο τρανή χαρά, από την ξέρα ανένοιαστος τριγύρω, σαν τη βρύση τραγούδα στην ερμιά.

Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο. — Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της. Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.

Θεοί μου! είνε πειό καλά, πολύ, πολύ καλήτερα. —Κέρασε άδολο κρασί! και ευφροσύνη θάχης τη νύχτα που θα ψάχης για να διαλέξης ό,τι βρης οσμή γλυκειά να χύνη. — Αλλά τι νάχη γίνη, γυναίκες, ο αφέντης μου, που έχει την κυρά μου; ΧΟΡΟΣ Ώ, θα τον εύρης εύκολα• περίμεν' αυτού χάμου. ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Μάλιστα• να τος! τώβαλε κ' εκείνος για το γλέντι. — Ώ τρισευτυχισμένε μου, μακάριε μου αφέντη! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εγώ;