United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.

Εκείνος έσφιγγε επάνω του το δισάκι και έσκυβε το κεφάλι ντροπαλός, εκείνη έβγαλε τα γυαλιά, τα έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου και φάνηκε να θέλει ν’ ακουμπήσει στο πλάι του υπηρέτη. Τελικά έστρεψαν και οι δυο το βλέμμα και κοιτάζονταν κι εκείνη έκανε με το κεφάλι ένα νεύμα επίπληξης. «Μπράβο! Γύρισες εδώ κι εκεί και τελικά επέστρεψες!

Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ' ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον. — Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σ' εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν·

Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα, και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα.

Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως. Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κ' η θειά το Μαλαμώ, κι' ο κυρ-Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα.

Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν. — Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Και είτα προσέθηκε·Δόξα σοι ο θεός! Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση.

Το βράδι- βράδι μόνο, όταν βασίλεψε ο ήλιος κ' έγιναν όλα λεπτότερα και περασμένα, και μαλάκωσε το φως, και μεγάλωσαν οι ίσκιοι, οι καλλονές αυτές καθάρισαν μόνες τους και στέκουνταν σαν ανάγλυφα μπροστά μου. Διά μιας κοίταξα κατά την Ασία· είχαν ανάψει και άστραφταν όλα τα γυαλιά της Χρυσοπόλεως.

Ναι, δεν βλέπω καλά από το πολύ το κλάμα.» Η Νοέμι όμως τους κοίταζε και τους δυο με κακία και έμοιαζε να διασκεδάζει με το θέαμα. «Ναι, Έστερ! Φοράς γυαλιά επειδή γέρασες πια.» «Κάθισε», είπε και σ΄ εκείνη, χτυπώντας το χέρι της επάνω στον πάγκο, και ο Έφις κάθισε πλάι στη γριά κυρά του πού έτρεμε ολόκληρη από την έκπληξη. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να πούνε.

Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τον άγνωστο και άρχισε να τον παρατηρεί με μάτια που πετούσαν σπίθες και το βιβλίο έτρεμε στα χέρια της. «Λοιπόν, ναι, εγώ είμαι, κυρά μου! Γύρισα. Ο περιπλανώμενος γύρισε. Τι έχετε να πείτε, ντόνα Έστερ; Πώς πάει η υγεία;» «Έφις! Έφις! Έφις!», ψέλλιζε εκείνη. «Εγώ είμαι, ο Έφις! Δεν βλέπετε καλά, ντόνα Έστερ, και φοράτε γυαλιά;» «Εσύ είσαι, Έφις! Κάθισε.