United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισεν ήδη να φέγγη και κατεβήκαμεν εις τον ποταμόν διά ν' αναχωρήσωμεν. Είχε δε ετοιμασθή κατά παραγγελίαν του πλοίον και σφάγια διά θυσίαν και υδρόμελι και άλλα χρήσιμα διά την τελετήν. Επιβιβάσαντες δε όλα αυτά τα εφόδια εισήλθαμεν και ημείς και βαίνομεν αχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες.

Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: —Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε: —Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. —Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Και μες από τα μάβρα σύγνεφα της σκοτεινής της βαρυχειμωνιάς, που άπονα την πλακώνει, βαθιά ξανοίγει να αργολάμπη, σαν ασπερίτης ξάστερο το φέγγος του, πάνω στον καπνισμένον ουρανό της φτωχικής της στεγωσιάς, σα δάκρυ υγρό και αναλυτό σαν το μαργαριτάρι, της πολυχαδεμένης κόρης της ταστέρι.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.

ΚΕΝΤ Και απέδειξε την λύπην της η βασίλισσα, όταν της έδωκες τα γράμματα; ΙΠΠΟΤ. Τα έλαβ' απ' το χέρι μου, τ' ανέγνωσεν εμπρός μου, και πού και πού εστάλαζε ένα μεγάλο δάκρυτα εύμορφά της μάγουλα. Ενόμιζες πως θέλει κ επάνω εις την λύπην της βασίλισσα να είναι· κ' η λύπη δεν υπήκουε, αλλ' επαναστατούσε κ' εις την ψυχήν της ήθελε να βασιλεύη μόνη. ΚΕΝΤ Ω! Εταράχθηκε πολύ;

Από τα μάτια μου σταλάζει δάκρυ και η ψυχή μου πόνον έχει πάρη απ' τους ανθρώπους και απ' τους αθανάτους, που αχάριστους θα τους αποδείξω, προδότες της συζυγικής αγάπης.

Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο. Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά: — Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί! Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου. Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας.

Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη, Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ. Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες Εντιλαλούνε τους αχούς. 'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζειτο μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες. Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες Γύρω η κορφές.

Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση, δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ. Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως.